ΑΛΗΘΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ : Ο ΚΥΝΗΓΟΣ

Γράφει : Ο Δημήτριος Μητρόπουλος  Αντ/γος ε.α. Επιτ. Υπαρχηγός. ΕΛ.ΑΣ. Πτυχ. Νομικής και Δημ. Δικαίου και Πολ. Επιστημών Νομικής Σχολής  Αθηνών.  Συγγραφέας, Μέλος της Ένωσης Μεσσηνίων Συγγραφέων.

— Να έρθω μαζί σου μπαμπά;

Αγκάλιασε τα γόνατα του πατέρα της η μικρούλα. Ο Παντελής χάιδεψε το κεφαλάκι του τετράχρονου κοριτσιού του και γύρευε με τα μάτια του την γυναίκα του και τον γιο του.

— Μπαμπά κοίτα! Ξεπρόβαλε θριαμβευτικά ο Τάσος σαν παπουτσωμένος γάτος, μέσα στις κυνηγετικές μπότες του πατέρα του.

— Μμμ, θα γίνεις σπουδαίος κυνηγός!

— Θα έρθω μαζί σου απόψε για αγριόπαπιες.

— Κανείς δεν θα πάει πουθενά! Μίλησε δήθεν αυστηρά η μάνα τους η Άννα. Γρήγορα στα κρεβάτια σας. Το πρωί θα σηκωθούμε πολύ πρωί. Έφυγαν τα παιδιά, αφού φίλησαν πρώτα τον πατέρα τους. Έμεινε μόνο του τ’ ανδρόγυνο. Ο Παντελής κυνηγός από έφηβος το είχε χόμπι και αδυναμία το κυνήγι. Από Αύγουστο μέχρι Φεβρουάριο που έληγε η κυνηγετική περίοδος, ξημεροβράδιαζε στο κάμπο, στις καλαμιές, στα δάση και δόξα τω Θεώ, είχε απ’ όλα ο Νομός τους.

— Να προσέχεις Παντελή! Ψιθύρισε η Άννα, θα ήθελα να σου πω να μην πας απόψε, μέρα που ξημερώνει…

— Άντε πάλι τα ίδια απάντησε εκνευρισμένος. Μου το λέει χρόνια κι η μάνα μου! Πάρτε το είδηση! Το κυνήγι είναι η ζωή μου, η ελευθερία μου κι η ξεκούρασή μου! Όση ώρα μιλούσε κι εξηγούσε στη γυναίκα του τα περί ελευθερίας, έδεσε τις μπότες του, κούμπωσε το μπουφάν, φόρεσε τον σκούφο. Η Άννα τόλμησε μια ακόμη κουβέντα :

— Ξέρεις τι ξημερώνει αύριο;

Χριστούγεννα. Τόπαμε μην αρχίζεις πάλι την γκρίνια. Δίπλα είναι η εκκλησία. Θα πάτε οι τρεις. Μέχρι να τελειώσει η λειτουργία θα έχω επιστρέψει.

— Εσύ; Πότε θα έρθεις μαζί μας;

— Άννα… αγρίεψε ο Παντελής, που δεν ανεχόταν παρατηρήσεις τέτοιου είδους. Άννα… άντε στο καλό, κι άσε με μένα να πάω στο κυνήγι. Δεν είμαι δα κανένας άθεος το ξέρεις. Αλλά και ο Θεός δεν είναι απάνθρωπος. Θα με περιμένει μέχρι το Πάσχα.

Γέλασε με το ευφυολόγημά του κι έσκυψε πάνω από το παράθυρο, μόλις άκουσε κόρνα αυτοκινήτου.

— Άντε φεύγω ήρθε ο Μιχάλης με τα σκυλιά.

Τον κοίταζε που έφευγε και σφιχτοδεμένη η καρδιά της. Στο νου της μπερδεύονταν οι λέξεις και τα νοήματα “άθεος – απάνθρωπος –Θεός – άνθρω πος”. Ο Θεός γίνεται άνθρωπος! Κι ο άνδρας της

τρέχει στις καλαμιές για αγριόπαπιες.

— Θεέ μου, συγχώρα μας και περίμενέ μας….

________ __________

Η Χριστουγεννιάτικη λειτουργία ήταν ακόμη στη μέση. Ο νους της προσπαθούσε να συγκεντρωθεί, να βρει τον Θεό μεταξύ φάτνης – Αγίας Τράπεζας, σπιτιού και λόγγου. Δίπλα τα παιδιά της μισοκοιμόντουσαν ντυμένα στα καλά τους.

Ένα σκούντημα στον ώμο την έβγαλαν από τις σκέψεις της. Ο κυρ. Ανέστης ο νεώτερος την κοίταξε έντρομος και ξερόβηξε.

— Αννούλα, έρχεσαι λίγο έξω;

Άφησε τα παιδιά της στην απορημένη πεθερά της, παραμέρισε όσους κάθονταν στα διπλανά στασίδια και προχώρησε προς το παγκάρι.

— Τι τρέχει, κυρ-Ανέστη;

Άννα … έεε… μόλις πριν λίγο ήρθε ο Γιώργος της Καίτης ….και…

— Μίλα κ. Ανέστη!

— Ο Παντελής…. είχαν ατύχημα στον αγροτικό δρόμο και ειδοποίησε να πας στο Νοσοκομείο.

— Ζει… έβγαλε δυνατή φωνή η Άννα, κάτασπρη σαν το πανί. Την έπιασε από το μπράτσο και την έβγαλε έξω.

— Κάλεσα τον αδελφό μου να σε πάει.

Δεν ρώτησε τίποτε άλλο η Άννα. Το πρόσωπό της δεν είχε πια έκφραση. Κοίταξε από τη μισάνοιχτη πόρτα της εκκλησίας πέρα στο βάθος την Αγία Τράπεζα του νεογέννητου Χριστού”. Γιατί; Γιατί δεν περίμενε ως το Πάσχα.

Ήταν καλός ο Παντελής ! Θα κρατούσε το λόγο του… Δεν ήταν άθεος…. “Απολογούνταν στο Θεό”, όση ώρα το αυτοκίνητο έτρεχε προς το Νοσοκομείο. Άνοιξε βιαστικά. Έτρεξε στα επείγοντα. Της είπαν να περιμένει έξω από τα χειρουργεία. Αλαφιασμένη έφτασε. Τρελή από την αγωνία.

— “Γιατί; Περίμενέ μας! Δεν είναι άθεος…!”

Την πλησίασε ένας νεαρός γιατρός. Τον ρώτησε μόνο αν ζει. Μόνο αυτό. Θα πήγαινε την εσωτερική της διαπραγμάτευση βήμα βήμα.

— Τον σύζυγο σας τον έφεραν ζωντανό. Έχει υποστεί πολλαπλά κατάγματα σε όλο το σώμα. Η μετωπική σύγκρουση στον αγροτικό δρόμο, όπως πληροφορηθήκαμε, ήταν ισχυρή…

Δεν άντεχε να ακούει άλλα. Σωριάστηκε στην καρέκλα. Σφράγισε τα μάτια. Έπιασε ξανά την οδυνηρή διαπραγμάτευση με το Θεό, που περίμενε τον σύζυγο’ της εκεί πέρα στις καλαμιές με τις αγριόπαπιες.

————- ————

Τρεις μέρες στην εντατική δεν σαλεύει το βλέφαρό του. Τρεις μέρες και τρεις νύχτες η καρδιά της φώναζε.

Την Τέταρτη ημέρα ήταν σκυμμένη πάνω του, όταν άνοιξε τα μάτια του και τη γνώρισε.

— Άννα …

Σκούπισε από το πρόσωπο του τα δάκρυα που της ξέφυγαν. Δεν ήθελε κάτι άλλο. Βήμα βήμα θα πήγαινε τη μυστική συμφωνία και την πάλη. Δύο μέρες μετά μπαίνοντας στην εντατική τον είδε να προσπαθεί να κάνει το σταυρό του. Τον κοίταξε βαθιά στα μάτια.

Πες μου, τι θες να μάθεις : ρώτησε ο Παντελής με τη συναίσθηση ανθρώπου που χρωστάει χρέος μεγάλο.

Θέλω να μου πεις, ρώτησε απαλά και σταθερά σαν να την είχε από καιρό έτοιμη την ερώτηση, ποιο είναι το τελευταίο πράγμα που θυμάσαι από το ατύχημα…

Γύρισε το πρόσωπό του από την άλλη πλευρά κι ήταν η σειρά του τώρα να κλάψει. Άρχισε να μιλάει αργά αργά.

– Είδα δίπλα μου αναίσθητο τον Μιχάλη… Κρύωνα..

Δεν ξέρω πόσες ώρες έμεινα έτσι. Ύστερα κάποιοι με σήκωσαν σε φορείο. Έσβηνα….. Την ώρα που κατάλαβα, ότι με βάζανε σε ασθενοφόρο, ένα μόνο τελευταίο θυμάμαι…. ότι είπα : “Θεέ μου, είμαι ο Παντελής. Έχω κάνει αμαρτίες πολλές. Συγχώρα με. Έχω γυναίκα και δύο μικρά παιδιά. Τους αφήνω στα χέρια σου”. Και ησύχασα, Άννα, και χάθηκα… Ύστερα το πρώτο που είδα ήσουν εσύ, εδώ επάνω στο κρεβάτι μου…

Τώρα ήξερε.. Δεν ήταν μόνη στην πάλη με τον Θεό, που από αγάπη έγινε άνθρωπος και τους περίμενε.

Πηγή : Ορθόδοξο Χριστιανικό Περιοδικό, “Προς τη Νίκη”

Ημ/νία γραφής : 23/1/2025

Με εκτίμηση

Δημήτριος Μητρόπουλος