ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟ ΕΥΘΥΜΟΓΡΑΦΗΜΑ

Το κρυμμένο χιλιάρικο

Ευθυμογράφημα του  Αντ/γου ε.α. Χριστολουκά Νικολάου, τέως Πρόεδρου ΤΕΑΠΑΣΑ

και  νυν Προέδρου του Συνδέσμου Αποστράτων Αστυνομικών Αθηνών.

Στα τέλη της δεκαετίας του εβδομήντα, σε επαρχιακή ορεινή κωμόπολη της Στερεάς Ελλάδας, το ονομαστό κρεοπωλείο του κυρ Βαγγέλη βρισκόταν μέσα στο νέο πεζόδρομο της κεντρικής πλατείας τριακόσια μέτρα μακριά από το τοπικό Αστυνομικό Τμήμα. Ο κυρ Βαγγέλης ήταν παντρεμένος με δυο παιδιά και αγαπούσε συνάμα τόσο τον ποδόγυρο όσο και την Αστυνομία. Ήθελε πάντα να έχει εκλεκτή γυναικεία πελατεία να διαφημίζει τα φρέσκα και νωπά προϊόντα του και με αυξημένη λίμπιντο να ξεδιπλώνει συνεχώς σε εκείνες όλο του το ταλέντο με επιτηδευμένες ευγενικές αλλά προσεκτικές, λόγο της τακτικής παρουσίας της συζύγου του, φιλοφρονήσεις. Ενίοτε ανά περίσταση επιχειρούσε εξυψωτικές και επιλεκτικές ποιητικές ρίμες και κολακείες. Καημός και αδυναμία του τα επίμονα φλερτ σε νόστιμες, απείθαρχες και ζωηρές γαλανομάτες. Το καλεντάρι του όμως μέχρι τώρα έγραφε μόνο αποτυχίες.

Μεγαλύτερη αδυναμία όμως αλλά και σεβασμό ο κυρ Βαγγέλης είχε στην Αστυνομία. Ήθελε από μικρός να γίνει αστυνομικός αλλά ο πατέρας του τον έμαθε να είναι ένας γρήγορος χασάπης και τίμιος κρεοπώλης. Κάθε μέρα είχε τον τρόπο να μαθαίνει όλα τα αστυνομικά νέα της περιοχής και αφού τα κοσκίνιζε συζητούσε με τους πελάτες του τα σοβαρότερα από αυτά ασκώντας και την απαραίτητη διακριτική του κριτική. Μάθαινε ή έκανε και μόνος του πολλές φορές τη μηνιαία εγκληματική τοπική στατιστική και πρόσεχε με ιδιαίτερη ακρίβεια τόσο τις αστυνομικές επιτυχίες όσο και το αστυνομικό προσωπικό με τις αφιξοαναχωρήσεις από τις τοποθετήσεις και τις μεταθέσεις στο Αστυνομικό Τμήμα. Οι αστυνομικοί του έκαναν τακτικούς ελέγχους και αφού τον έβρισκαν σωστό του εξέφραζαν τη θετική τους άποψη. Είχε σφυρηλατηθεί διαχρονικά αμοιβαία σχέση εμπιστοσύνης και έτσι καμία πλευρά δεν έπαιρνε από την άλλη κάτι περισσότερο ή κάτι λιγότερο.

Ο κυρ Βαγγέλης ωστόσο διαπίστωνε ότι τον τελευταίο καιρό, μετά την άφιξη στο Τμήμα του  νέου Γραμματέα στις αρχές του Αυγούστου, όταν οι αστυνομικοί συλλάμβαναν στα όρια του αυτοφώρου διαρρήκτες που έκλεβαν μικρά ή μεγάλα ποσά από καταστήματα επαγγελματιών ή κατοικίες, του παράγγελναν, τη δεύτερη ή την τρίτη ημέρα της παράνομης πράξης μπριζόλες, κοψίδια ή φρέσκες για το τηγάνι συκωταριές. Τα κρέατα τα πήγαινε ο ίδιος στο γειτονικό του ταβερνιάρη και το μεσημέρι, μετά το τέλος του ωραρίου, οι αστυνομικοί τα απολάμβαναν πανηγυρίζοντας κάθε ανάλογη επιτυχία τους σε σεμνό φαγοπότι. Μέσα σε σαράντα ημέρες και ανάμεσα στις καλοκαιρινές διακοπές, είχαν γίνει επτά διαρρήξεις και ισάριθμα τραπέζια. Ο κυρ Βαγγέλης επιβράβευε το έθιμο που άρχισε να καθιερώνεται αφού οι αστυνομικοί του έκαναν καλό τζίρο. Εκείνον τον πλήρωνε μετρητά ο Γραμματέας του Τμήματος, αλλά δεν μπορούσε να εξηγήσει τον πανηγυρικό τόνο της περίστασης και περισσότερο αυτή την οικονομική άνεση και την ευφραντική γαλαντομία των φυλάκων της τάξης και ασφάλειας.

Στα μέσα Σεπτεμβρίου και ενώ τελείωνε η περίοδος των διακοπών ο κυρ Βαγγέλης είχε τη δική του επιτυχία. Σάββατο το απόγευμα λίγο πριν κλείσει το κρεοπωλείο μια γνώριμη όμορφη αρχοντική και επιβλητική γαλανομάτα τον επισκέφθηκε για να ψωνίσει. Εκείνος εκμεταλλεύθηκε την περίπτωση και την ολιγόλεπτη απουσία της συζύγου του και ως νέος Δον Ζουάν πολιόρκησε κατάλληλα το «ερωτικό του θήραμα». Εκείνη ανταποκρινόμενη μεταξύ σοβαρού και αστείου του έγραψε πάνω στο καφέ χιλιάρικο της πληρωμής το τηλέφωνο κατοικίας της στην Αθήνα. Με το πακεταρισμένο κρέας στα χέρια και τα ρέστα από το χαρτονόμισμα η όμορφη γαλανομάτα πελάτισσα τον αποχαιρέτισε με ένα γλυκό κοίταγμα γεμάτο υποσχέσεις. Ο κυρ Βαγγέλης με το τηλέφωνο γραμμένο στο χιλιάρικο άρχισε να κάνει όνειρα στον ουρανό αλλά γρήγορα προσγειώθηκε από το άκουσμα της φωνής της γυναίκας του «κλείσε να φύγουμε, αργήσαμε, θέλω να πάμε στο ζαχαροπλαστείο για παγωτό». Τρομαγμένος έκρυψε το «σημαδεμένο» χιλιάρικο πρόχειρα κάτω από τη θήκη των χαρτονομισμάτων, άφησε στο ταμείο για μαγιά της επόμενης εβδομάδας δύο πεντακοσάρικα, τρία κατοστάρικα και λίγα κέρματα, πήρε τα υπόλοιπα χρήματα και αφού ασφάλισε τα ρολά και το κατάστημα έφυγε για παγωτό στο ζαχαροπλαστείο.

Με την αδυναμία του ποδόγυρου ζωγραφισμένη στη ψυχή του ο επιρρεπής καταστηματάρχης περίμενε με ιδιαίτερη αγωνία το πρωινό της Δευτέρας για να δοκιμάσει την τύχη του στην ορατή αλλά «παράνομη» περιπέτεια που έχει την αφετηρία της γραμμένη στην πίσω όψη του χιλιάρικου.

Είχε αρχίσει να βλέπει σχεδόν όνειρο τη ποθητή γαλανομάτα όταν οι αστυνομικοί του χτύπησαν την εξώπορτα δύο το πρωί, Κυριακή προς Δευτέρα. «Σήκω» του είπαν «σου άνοιξαν το κρεοπωλείο πάμε να δούμε τι σου πήραν γιατί συλλάβαμε ένα ύποπτο που πιθανόν να ομολογήσει». Έντρομος ο καταστηματάρχης πήγε συνοδεία της γυναίκας του στο κρεοπωλείο και διαπίστωσε ότι του έλειπαν όλα μα όλα τα χρήματα από το κατεστραμμένο συρτάρι του ταμείου. Εμπόρευμα, μηχανές ή άλλος εξοπλισμός δεν είχε κλαπεί. Φοβούμενος την αποκάλυψη της πιθανής του κατάκτησης από το γραμμένο τηλέφωνο στο κρυμμένο πριν και κλεμμένο τώρα χιλιάρικο, δήλωσε και κατέθεσε αόριστα χωρίς ακριβή περιγραφή, ότι του πήραν χρηματικά μικροποσά μέχρι οκτακοσίων δραχμών σε χαρτονομίσματα και λίγα κέρματα.

Κατά την προανάκριση ο ύποπτος ομολόγησε και μετά τις σχετικές εκθέσεις έρευνας, κατάσχεσης, απόδοσης κ.λ.π. παραδόθηκαν στον κυρ Βαγγέλη τα δύο πεντακοσάρικα, τα τρία κατοστάρικα και τα λίγα κέρματα. Με λερωμένη τη φωλιά του δεν ρώτησε μπροστά στη γυναίκα του για την τύχη του «σημαδεμένου» χιλιάρικου και αν αυτό βρέθηκε μαζί με τα άλλα στις τσέπες του δράστη.

Την Τρίτη το μεσημέρι πέρασαν από το κρεοπωλείο οι αστυνομικοί της προσαγωγής του δράστη στον Εισαγγελέα και τον πληροφόρησαν για την αναβολή της δίκης του αυτόφωρου αλλά και να του παραγγείλουν μπριζόλες και κρεατικά αξίας μέχρι χίλιες δραχμές για το «καθιερωμένο» επινίκιο φαγοπότι. Είχαν ετοιμάσει μαζί με τη γυναίκα του τη μεγαλύτερη από ποτέ σημερινή παραγγελία των αστυνομικών όταν αργότερα πέρασε ο Γραμματέας του Τμήματος να του αφήσει το αντίτιμο. Ήταν χίλιες δραχμές, ένα ολόκληρο καφέ χιλιάρικο αλλά τι και ποιο χιλιάρικο. Ήταν το χιλιάρικο της εκκολαπτόμενης συζυγικής παρανομίας με το συγκεκριμένο αναγνωρίσιμο από εκείνον γραμμένο τηλέφωνο. Ίδρωσε, κατάπιε τη γλώσσα του αλλά δεν είπε τίποτα στον Ενωμοτάρχη Γραμματέα. Για κακή του τύχη ξανακατάπιε τη γλώσσα του όταν η γυναίκα του, αφού έβγαλε γρήγορα την επαγγελματική της ποδιά, πήρε άρον άρον στα χέρια το χιλιάρικο και του είπε ότι πηγαίνει να πληρώσει ρεύμα και τηλέφωνο.

Εμβρόντητος και άφωνος πολλές ημέρες μετά ο κυρ Βαγγέλης δεν μπορούσε να κατανοήσει ότι σε κάθε διάρρηξη κλοπής μετρητών ο «πονηρός» Γραμματέας του Τμήματος ενεργώντας ως ανακριτικός υπάλληλος καταμετρούσε μόνιμα τα ανευρεθέντα χρήματα, παρακρατούσε για το φαγοπότι λίγα και δήλωνε στην έκθεση κατάσχεσης, χωρίς να ενοχλείται βεβαία για το συμφέρον του ούτε ο δράστης, κατά τι, ένα μικρότερο ποσό από αυτό που έπρεπε και έτσι πάντα υπήρχε η ειδική ανταμοιβή για την επιτυχία. Όμως αυτό που δεν μπορούσε να χωνέψει περισσότερο από το κάζο του ήταν ότι οι αστυνομικοί έτρωγαν τις μπριζόλες του δωρεάν και με δική του υπαιτιότητα αφού παρότι διαπίστωσε την ανακριτική υπηρεσιακή παρατυπία έκανε τον κουτό γνωρίζοντας ότι στην αντίστοιχη ερώτηση έπρεπε να δικαιολογήσει τον αριθμό του τηλεφώνου στο χιλιάρικο και τον τρόπο αναγραφής του σε αυτό.  Έτσι δεν νοιάστηκε περισσότερο ούτε τόλμησε να ρωτήσει αφού γλίτωνε από τη γκρίνια και την κατσάδα της γυναίκας του και θα του παρέμεινε σταθερή η πελατεία της αστυνομίας. Άλλωστε δεν μπορούσε να ξυστεί στην γκλίτσα του τσοπάνη αφού αν ισχυριζόταν οτιδήποτε σχετικό για να αποδείξει την πραγματική διαδρομή του «σημαδεμένου» κρυμμένου χιλιάρικου μπορούσε να βρεθεί κατηγορούμενος για ψευδορκία και μελανιασμένος από ενδεχόμενο ψιλομερεμέτισμα, ως τεστ αλήθειας, στο μπαλαούρο.

Συμπερασματικά όμως η τοπική Αστυνομία ένοιωθε πολύ υπερήφανη και πετυχημένη στην αποστολή της και την ικανότητα των στελεχών της, αφού με τη σύλληψη των διαρρηκτών, την έντεχνα  νομιμοφανή ελάχιστη παρακράτηση των κατασχεμένων μετρητών και τις παραγγελίες στο κρεοπωλείο του κυρ Βαγγέλη, μεριμνούσε παράλληλα για την ασφάλεια των κατοίκων, την οικογενειακή και κοινωνική τους γαλήνη και την οικονομική ευημερία της αγοράς αντίστοιχα. Ειδικότερα δε στην περίπτωση του κυρ Βαγγέλη οι αστυνομικοί του Τμήματος και το δράστη έπιασαν και ακούσια απέτρεψαν ένα οικογενειακό επεισόδιο με απρόβλεπτες συνέπειες και τέλος φάνηκαν πολύ ακριβοδίκαιοι αφού του επέστρεψαν έμμεσα και το τελευταίο κλεμμένο χαρτονόμισμα. Δεν γνωρίζουμε αν ο Αξιωματικός Διοικητής του Τμήματος «δικαίωσε» το Γραμματέα Ενωμοτάρχη με την πρόταση της μετάθεσης που υλοποιήθηκε τον επόμενο χρόνο, γνωρίζουμε όμως ότι η αγάπη του κυρ Βαγγέλη για την αστυνομία δεν μειώθηκε αφού το έθιμο των επινικίων συνεχίστηκε κανονικά για χρόνια.

ΝΙΚΟΣ ΧΡΙΣΤΟΛΟΥΚΑΣ 2022