ΕΛΕΝΗ ΧΑΤΖΗΜΙΧΑΛΗ

Η μητέρα της Ελληνικής Λαογραφίας.Συγγραφέας, Μέλος της Ένωσης Μεσσηνίων Συγγραφέων.

(1895 – 1965)

Γράφει : Ο Δημήτριος Μητρόπουλος  Αντ/γος ε.α.

Επιτ. Υπαρχηγός. ΕΛ.ΑΣ. Πτυχ. Νομικής και Δημ. Δικαίου και Πολ. Επιστημών Νομικής Σχολής Αθηνών.

 

Περπατώντας γραφικά δρομάκια της Πλάκας το βλέμμα σταμάτα μπροστά σ’ ένα

μεγάλο τριώροφο κτήριο, που θυμίζει Μακεδονικό Αρχοντικό.

Στην ταμπέλα που υπάρχει στην πρόσοψη του κτηρίου διαβάζουμε : “Εδώ έζησε, δούλεψε και πέθανε η μεγάλη μας λαογράφος Αγγελική Χατζημιχάλη”.

Από το 1981 στεγάζει το “Κέντρο Λαϊκής Παράδοσης του Δήμου Αθηναίων”, που ο πλούτος του είναι ό,τι αγάπησε περισσότερο στη ζωή της : Ο λαϊκός μας πολιτισμός και η τέχνη του. Ο δρόμος τιμητικά φέρει το όνομά της.

Σ’ ένα σύντομο αυτοβιογραφικό της σημείωμα διαβάζουμε :

Γεννήθηκα (1895) και μεγάλωσα στην Πλάκα. Τότε που τα σπίτια είχαν πλακόστρωτες αυλές, κληματαριές, πεζούλια και γλάστρες με ευωδερούς ανθούς.

Το σπίτι του πατέρα μου, του Καθηγητή Αλεξίου Κολυβά από τη Ζάκυνθο, γεμάτο

βιβλία, χειρόγραφα, κεντήματα, βυζαντινές εικόνες κρεμασμένες ως το ταβάνι του σπιτιού μας.

[….] Λάτρεις της τέχνης οι σεβαστοί μου πρόγονοι, γνωστοί για την πολύτιμη συμβολή τους στα γράμματα και την τέχνη εύκολα κι αβίαστα κύλησαν μέσα στο αίμα και στην ψυχή μου, που την οδηγούν στην παλιά εκείνη Ελλάδα που κλείνει μέσα της όλες τις Ελλάδες…”

Πολυτάλαντη, με έντονη προσωπικότητα και ανησυχίες, με ιδιαίτερη κλίση στις εικαστικές τέχνες και κυρίως τη ζωγραφική, ένιωθε να ασφυκτιά στο εξευρωπαϊσμένο μεγαλοαστικό περιβάλλον της Αθήνας του 1909, που ανήκε η οικογένειά της.

Όπως γράφει η κόρη της Αλεξία ‘Ερση, η γνωριμία της με την πρόεδρο του Λυκείου των Ελληνίδων Καλλιρόη Παρέν και η ενασχόλησή της με αυτό, την βοήθησε να ξεφύγει από μία κενή κοσμική ζωή, κεντρίζοντας το ενδιαφέρον της, για τη λαϊκή τέχνη, τους παραδοσιακούς χορούς και τις ενδυμασίες.

Στη διάσωση των στοιχείων του ελληνικού λαϊκού πολιτισμού η Αγγελική Χατζημιχάλη αφιέρωσε τη ζωή της, θυσιάζοντας το ταλέντο της για τη ζωγραφική και τη λογοτεχνία.

Έκανε αμέτρητα ταξίδια σε διάφορα μέρη της ηπειρωτικής και νησιωτικής Ελλάδας, συχνά κάτω από δυσμενείς συνθήκες, θέλοντας να συγκεντρώσει λαογραφικό υλικό για το έργο της.

“Παντρεύει ζευγάρια, βαφτίζει μωρά, συνοδεύει κηδείες, συμμετέχει σε πανηγύρια και λύπες, τις γίνονται βίωμα το ίδιο τα τραγούδια της χαράς του λαού μας, όπως και τα μοιρολόγια του.

Έτσι έγινε σιγά σιγά ο μοναδικός παντογνώστης αυτού του υπέροχου θαύματος, του αγνώστου στους άλλους που φέρει το όνομα “Ελληνικός Λαϊκός Πολιτισμός” (Δημήτρης Λαζογιώργος – Ελληνικός).

Έγραψε πάνω από (100) εκατό βιβλία και άρθρα. Κορωνίδα όμως των συγγραμμάτων της αποτελεί το πεντάτομο έργο της, για τους Σαρακατσανέους, με τους οποίους έζησε στα κονάκια τους, για μεγάλα χρονικά διαστήματα, μελετώντας τον τρόπο της ζωής τους, προκειμένου να δείξει τη γνήσια ελληνική

καταγωγή τους.

Ίδρυσε σχολεία, ιδρύματα και επαγγελματικές σχολές σ’ ολόκληρη την Ελλάδα.

Προστάτευσε και βοήθησε τους πρόσφυγες της Μικρασιατικής καταστροφής το 1922, εξασφαλίζοντας δουλειά σε χιλιάδες απ’ αυτούς.

Το 1923 ίδρυσε στην Αθήνα το “Σπίτι του κοριτσιού” της Μικρασιατικής καταστροφής, παρέχοντας πενταετή εκπαίδευση, η οποία περιλάμβανε μαθήματα υφαντικής, κεντρικής, κεραμικής, ζωγραφικής, ασημουργίας , μεταλλοτεχνίας και λαογραφίας.

Είχε την ευθύνη από το 1921 μέχρι και το 1926, της οργάνωσης των Βιοτεχνικών Εκθέσεων του Λυκείου Ελληνίδων.

Στον πόλεμο του 1940 – 1941συμμετειχε στο πλάι του ελληνικού στρατού στα βουνά της Βορείου Ηπείρου και η πτώση του Μετώπου τη βρήκε στην Ήπειρο, απ’ όπου επέστρεψε στην Αθήνα.

‘Έσωσε στη συνέχεια μαζί με άλλες γυναίκες των Αθηνών, αμέτρητους Έλληνες στρατιώτες από την αιχμαλωσία.

Συμμετείχε ενεργά στην αντίσταση κατά των κατακτητών, ως συνεργάτης της Λέλας Καραγιάννη.

Την περίοδο του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα της ΕΟΚΑ, συνεργάστηκε με τον Γεώργιο Γρίβα, για την ελευθερία της Κύπρου.

Για το έργο της τιμήθηκε με βραβεία, παράσημα και μετάλλια, στην Ελλάδα και

το εξωτερικό.

Ανάμεσα σ’ αυτά το Χρυσούν Μετάλλιον της Ακαδημίας Αθηνών.

Όταν πέθανε [1965], όπως έγραψε η κόρη της ‘Ερση, “την έκλαψαν ανυφάντρες, ασημουργοί, κεντήστρες, τσουκαλαραίοι, την έκλαψαν οι Σαρακατσάνοι κι έμποροι ακόμη την κλάψανε οι καλογριές στη Παντάνασσα του Μυστρά και της κάνουν λειτουργίες.

Η Θεώνη Δρακοπούλου, η Μυρτιώτισσα, της αφιέρωσε το ποίημα “Το κυπαρίσσι της πλάκας.

 

Πηγή : Περιοδικό “Η δράση μας”.

 

Με εκτίμηση

Δημήτριος Μητρόπουλος