ΔΙΗΓΗΜΑ
ΕΚΕΙΝΑ ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ
Γράφει : Ο Δημήτριος Μητρόπουλος Αντ/γος ε.α. Επιτ. Υπαρχηγός. ΕΛ.ΑΣ. Πτυχ. Νομικής και Δημ. Δικαίου και Πολ. Επιστημών Νομικής Σχολής Αθηνών. Συγγραφέας, Μέλος της Ένωσης Μεσσηνίων Συγγραφέων.
– Ελένη μου καλησπέρα! Μπορείς να μιλήσεις;
– Ναι, Αναστασία μπορώ. Ο Βασίλης πήγε στο καφενείο. Μόλις έφυγε.
– Κι εμένα ο Γιάννης πήγε κάτι να πάρει, από την αγορά. Τι κάνετε;
– Τι να κάνουμε; Τα ίδια. Τόλμησα να ρωτήσω, όσο πιο γλυκά γίνεται, τι θα κάνουμε το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων και ανήμερα για το τραπέζι. Φωτιές έβγαλαν τα μάτια του. Αλλάξαμε κουβέντα αμέσως. Εσείς;
– Μπράβο στο θάρρος σου . Ούτε λέξη δεν είπα. Ήπιαμε καφέ, μιλήσαμε περί ανέμων και υδάτων και βγήκε. Τι θα κάνουμε συνυφάδα, τι θα κάνουμε;
Η Ελένη και η Αναστασία είναι Συνυφάδες. Σύζυγοι δύο αδελφών. Του Βασίλη και του Γιάννη.
Τα σπίτια τους στην ίδια αυλή. Οι πόρτες ανοιχτές για τις δύο οικογένειες. Τα παιδιά τους μεγάλωσαν σαν αδέλφια. Τις Κυριακές έτρωγαν όλοι μαζί.
Ακόμα και όταν ο μπάρμα Χρήστος, ο πατέρας του Βασίλη και του Γιάννη, και η Κυρά Νίκη, η μητέρα τους, αναπαύθηκαν. Τίποτα δεν άλλαξε.
Κάθε Κυριακή τα δύο αδέρφια πήγαιναν στην Εκκλησία πρωί – πρωί, πριν χτυπήσει η καμπάνα, αφού ο Βασίλης ήταν χρόνια επίτροπος, και ο Γιάννης αριστερός ψάλτης. Ο Χρήστος και ο Χρήστος τα δύο ξαδέρφια από μικρά πήγαιναν μαζί με τους μπαμπάδες τους, μέχρι που μπήκαν στο πανεπιστήμιο. Κρυφά η φανερά όλοι στη γειτονιά θαύμαζαν την αγάπη μεταξύ τους.
Έτσι πορεύονταν οι δύο οικογένειες, ώσπου ο πειρασμός ήρθε και τα ανακάτεψε όλα. Όλα όμως!
Και ο πειρασμός αυτός ήταν ένα χωράφι. Χωράφι ακαλλιέργητο εδώ και χρόνια. Ξεχασμένο ακόμη και από τον συγχωρεμένο τον πατέρα τους. Όταν εμφανίστηκε το διεκδίκησαν και οι δύο. Τα δύο αδέλφια θύμωσαν, μάλωσαν, φώναξαν τόσο που κόντεψε να πιαστούν στα χέρια. Από το απόγευμα εκείνο δεν αντάλλαξαν ούτε καλημέρα.
Μια παγωμάρα έπεσε στα δύο σπίτια. Οι συνυφάδες και τα ξαδέρφια επικοινωνούσαν μεταξύ τους, αλλά πλέον όσο μπορούσαν πιο μυστικά, γιατί ο Βασίλης και ο Γιάννης έδειχναν την αντίδραση τους.
Αυτοί που πιο πολύ απ’ όλους προσπαθούσαν να βρουν λύση στο μεγάλο πρόβλημα ήταν τα δύο πρωτότοκα αγόρια. Ο Χρήστος και ο Χρήστος. Φοιτούσαν στην ίδια πόλη και έμεναν φυσικά στο ίδιο σπίτι. Οι μέρες περνούσαν και η κατάσταση δεν άλλαξε. Τότε ήταν που οι δύο συνυφάδες αποφάσισαν την “επίθεση”, μετά από πολλή προσευχή.
– Βασίλη πως θα πας να κοινωνήσεις τα Χριστούγεννα; προσπαθούσε να ταρακουνήσει τον άνδρα της η Ελένη. Υποτίθεται ότι είσαι και επίτροπος. Απορώ μαζί σου! Τι έχεις πάθει;
– Ελένη, μην ανακατεύεσαι.
– Να μην ανακατευτώ; Αλήθεια τώρα;
Θα πάμε με την Αναστασία στον π. Δημήτριο και στο λέω να το ξέρεις κι εσύ κι ο αδελφός σου, θα του ζητήσουμε να σας παύσει από τα καθήκοντά σας μέχρι να μονιάσετε!
– Τι θα κάνετε;
– Αυτό που άκουσες. Ούτε όταν ήσασταν παιδιά δεν μαλώσατε. Αναρωτιέμαι, θα κάνατε τα ίδια, αν ζούσε ο πατέρας σας; Βασίλη έρχονται Χριστούγεννα. Πως θα υποδεχτούμε τον μικρό Χριστό;
Σε μια ψυχή που δεν συγχωρεί και μάλιστα τον αδερφό της; Ούτε να εξομολογηθείτε πήγατε.
Δεν μιλάς! Βέβαια τι να πεις. Είστε και παράδειγμα τρομάρα σας!
Αυτός ο διάλογος, το ίδιο έντονος, το ίδιο σοβαρός, έγινε και στο απέναντι σπίτι με την Αναστασία να τα ψέλνει κυριολεκτικά στον ψάλτη σύζυγό της.
Μια βδομάδα πριν τα Χριστούγεννα τα δύο ξαδέρφια επέστρεψαν για τις διακοπές. Ήρθαν όμως προετοιμασμένα. Στους πατεράδες τους δεν είπαν λέξη για το θέμα του χωραφιού και τη συμπεριφορά τους.
Την Κυριακή πριν τα Χριστούγεννα έβαλαν το σχέδιο τους σε εφαρμογή. Την ώρα του φαγητού και στα δύο σπίτια άρχισε να παίζει στην τηλεόραση το ίδιο βίντεο. Πλάνα και σκηνές επιλεγμένες προσεκτικά, που έδειχναν τα κοινά τραγούδια τους, τον παππού και την γιαγιά, χιονοπολέμους στην αυλή, εκδρομές, προσκυνήματα, γιορτές. Και τελευταίο πλάνο, δέκα χρόνια πριν, ο παππούς Χρήστος να λέει στα δύο συνονόματα εγγόνια του : “Παιδιά μου, να είστε αγαπημένα και μονιασμένα σε όλη σας τη ζωή, όπως είναι οι πατεράδες σας”.
Τα πιρούνια των δύο αδελφών έπεσαν πάνω στο τραπέζι. Αμίλητοι έβλεπαν το βίντεο και σχεδόν δεν ανέπνεαν. Μόλις τελείωσε, έκαναν το σταυρό τους, σηκώθηκαν από το τραπέζι και πήγαν ταυτόχρονα προς την εξώπορτα του κάθε σπιτιού.
Άνοιξαν και είδαν μετά πολλές μέρες ο ένας το πρόσωπο του άλλου. Τα δάκρυα έτρεχαν στα πρόσωπά τους, όπως οι στάλες της βροχής στα τζάμια.
Κατέβηκαν τις σκάλες και έπεσαν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου, λες και είχαν χρόνια να συναντηθούν…. Μείναν έτσι σφιχταγκαλιασμένοι για λίγα λεπτά, ενώ μέσα στα δύο σπίτια ακούγονταν γέλια και χειροκροτήματα.
– Το βίντεο αυτό ήταν το τελειωτικό χτύπημα, έλεγε αργότερα ο Βασίλης στον αδερφό του.
– Κι εγώ συγκλονίστηκα, όταν είδα τον πατέρα. Τι μας έπιασε αδερφέ μου;
Βρήκε πορτούλα ο διάβολος και μας περιέπεξε. Γίναμε παιχνιδάκι του.
– Σε όλη μας τη ζωή να το θυμόμαστε αυτό που πάθαμε. Σε όλη μας τη ζωή.
Το χωράφι τελικά το πούλησαν τα δύο αδέρφια και τα χρήματα τα έκαναν δωρεά στην ενορία, για τις ανάγκες της.
Εκείνα τα Χριστούγεννα έγιναν δόξα τω Θεω, μάθημα για όλους.
Εκείνα τα Χριστούγεννα κατάλαβαν, ότι ο μικρός Χριστός γεννιέται μόνο σε μια καρδιά που συγχωρεί.
Σε μια καρδιά γεμάτη αγάπη και ταπείνωση.
Πηγή : “Ορθόδοξο Χριστιανικό Περιοδικό – Όσιος Θεόφιλος”.
Με εκτίμηση
Δημήτριος Μητρόπουλος