ΑΓΩΝΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΛΕΥΤΕΡΙΑ
Γράφει : Ο Δημήτριος Μητρόπουλος Αντ/γος ε.α.
Επιτ. Υπαρχηγός. ΕΛ.ΑΣ. Πτυχ. Νομικής και Δημ. Δικαίου και Πολ. Επιστημών Νομικής Σχολής Αθηνών.
Συγγραφέας, Μέλος της Ένωσης Μεσσηνίων Συγγραφέων.
Όσα και να έχουν πει και όσα και να λένε οι διάφοροι αρνητές, ένα παραμένει βέβαιο.
Τα βάθρα του 1821 ήταν πνευματικά. Ούτε ξένη δύναμη υποτίμησε την επανάσταση, ούτε συμφέροντα μεγάλων ή μικρών, όπως μερικοί υποστηρίζουν, άναψαν τη φλόγα της.
Η ελληνική Επανάσταση αποφασίστηκε και πραγματοποιήθηκε χωρίς καμιά απ’ έξω βοήθεια, αλλά αντίθετα κάτω από γενικό εξωτερικό κατατρεγμό, με μόνο εφόδιο και όπλο, την πίστη των αγωνιστών και την αρετή τους.
Η πίστη, η εμπιστοσύνη τους στου Θεού τη δύναμη, ήταν η ρίζα από την οποία ξεπετάχτηκε η ψυχική καλλιέργεια και οι αρετές των πολεμιστών. Οι αρετές που αποτέλεσαν το θεμέλιο του εθνικού ξεσηκωμού. Μερικοί κάπως πρόχειρα μιλούν μόνο για ελαττώματα των αγωνιστών, για φιλονικίες και εχθρότητες. Χωρίς βέβαια ν’ αρνηθούμε ή να παρασιωπήσουμε, ότι και οι αγωνιστές ως άνθρωποι είχαν και σκιερές πλευρές, είχαν ξεσπάσματα θυμού και συγκρούσεις, εν τούτοις αν όλα αυτά μελετηθούν βαθύτερα, θα βρούμε ένα ατράνταχτο υπόβαθρο που εμφανίζεται στις δύσκολες ώρες.
Οι ίδιοι οι άνθρωποι που κλείνουν στη φυλακή τον Κολοκοτρώνη σαν στασιαστή,
λίγο πριν από την επιδρομή του Ιμπραήμ, τον αποφυλακίζουν και τον υψώνουν στην Αρχιστρατηγία.
Εμπρός στον κίνδυνο παραμερίζουν τα πάντα. Ο καλός εαυτός τους υπερτερεί. Η ίδια αιτία φέρνει την κεραυνοβόλο συμφιλίωση του Καραϊσκάκη με τον Ζαΐμη και τον διορισμό του, ως στρατάρχης της Ρούμελης.
Οι ιερείς με επικεφαλής τον επίσκοπο Ρωγών και οι πρόκριτοι, σημειώνει η ιστορία “συνέπασχον και συνεκακουχούντο”, μαζί με όλους τους κατοίκους στην
πολιορκία του Μεσολογγίου.
Το υπουργείο της οικονομίας στέλνει στον Επίσκοπο που υπέφερε και πεινούσε, διακόσια γρόσια για τις ατομικές ανάγκες. Αλλά και αυτά τα μοιράζει σε άλλους, πιο πεινασμένους αδελφούς του.
Άλλοι δίνουν όλη την περιουσία τους για τη συνέχιση του αγώνα και την προστασία των ορφανών και των χηρών και άλλοι το τελευταίο τους γρόσι.
Υπέροχη είναι η σκηνή, με ήρωα τον Γεώργιο Γεννάδιο, μετά την καταστροφή του Μεσολογγίου.
Ξυπόλυτοι, ρακένδυτοι, πεινασμένοι, οι ατρόμητοι πολεμιστές είχαν μαζευτεί στο Ανάπλι, χωρίς κανείς να μπορεί να τους βοηθήσει.
Τότε ο Γεννάδιος στηλώνει το κορμί του στον γεροπλάτανο, συνάζει όλους γύρω του και τους ζητάει να “δώσει έκαστος ό,τι ημπορεί δια τους ανδρείους αυτούς” και εδείξε τους Μεσολογγίτες. Και συνέχισε :
“Ιδού η πενιχρά προσφορά μου. Ας με μιμηθεί όποιος θέλει!”
Κι έριξε μπροστά τους το πουγκί με τα λίγα γρόσια, ό,τι είχε και δεν είχε. Ήταν το
“δίλεπτο” της χήρας, που τόσο επαίνεσε ο ίδιος ο Κύριος.
– Ιδού, είπε, ό,τι έχω το προσφέρω ευχαρίστως! Αλλ’ όχι, δεν προσέφερα ακόμη το παν. Έχω και κάτι άλλο να προσφέρω, και προσφέρω τον εαυτό μου.
Όποιος θέλει ας με πάρει δάσκαλο των παιδιών του για τέσσερα χρόνια. Ας καταβάλει στο κοινό ταμείο, όσα θέλει σαν τίμημα για τους διδασκαλικούς κόπους μου και εγώ αμέσως τον ακολουθώ.
Αυτή η αγάπη που έκαιγε τα στήθη των αγωνιστών του Εικοσιένα, φτάνει μερικές φορές και στην πιο λαμπρή μορφή της : στη συγχώρηση και των εχθρών, που είναι κατ’ εξοχήν ευαγγελική αρετή.
Θυμηθείτε το Γερό του Μωριά. Όχι μόνο συγχωρεί τον φονιά του αδελφού του, αλλά και τον καλεί στο τραπέζι του. Η μάνα του δεν βαστά και του λέει :
– Παιδί μου και στο τραπέζι μας, θα τον βάλεις τον φονιά του παιδιού μου;
– Σώπα, μάνα, είπε ο μεγαλόκαρδος αγωνιστής. Αυτό είναι το καλύτερο μνημόσυνο που κάνουμε του σκοτωμένου!
Οι αρετές που φανερώνουν οι εθνικοί αγωνιστές της Επανάστασης είναι ποικίλες.
Παρουσιάζονται στις σχέσεις τους, συμπολίτες και εχθρούς, αλλά φανερώνονται και σε άλλες στιγμές, με άλλες εκφάνσεις, που μας πείθουν, ότι οι άνθρωποι εκείνοι είχαν μια βαθιά καλλιέργεια αποτέλεσμα του πόνου, αλλά και της σποράς ενός Κοσμά του Αιτωλού και τόσων άλλων αφανών αποστόλων της Τουρκοκρατίας.
“Η πίστη, η εμπιστοσύνη τους στου Θεού τη δύναμη, ήταν η ρίζα από την οποία ξεπετάχτηκε η ψυχική καλλιέργεια και οι αρετές των πολεμιστών”.
Ας θυμηθούμε την ταπεινή τους στάση και την εκούσια υποταγή στους Φιλέλληνες.
Είναι συχνά, πρόθυμοι για θυσία, όχι μόνο της ζωής, αλλά και του εγωισμού, που είναι θυσία πολύ πιο βαριά και πολύ πιο δύσκολη.
Προσέρχονται ταπεινά και πειθαρχικά στο τακτικό σώμα του Φαβιέρου, αγωνιστές, που είχαν τον βαθμό του στρατηγού, σαν απλοί στρατιώτες.
Χριστιανικό πνεύμα σε όλη του την ακτινοβολία φανερώνουν τα περιστατικά αυτά.
Πνεύμα, που στήριξε και πραγματοποίησε τον ιερό εκείνο αγώνα για την ελευθερία που είναι δώρο Θεού.
Πνεύμα που ζητά και σήμερα μιμητές. Όπως πρέπει ν’ αποφεύγουμε τις σκιερές
πλευρές των αγωνιστών, πρέπει να μιμούμαστε τις φωτεινές τους αρετές.
Αν ο ελληνικός λαός μένει στο βάθος της ψυχής του κοντά στο πνεύμα του Εικοσιένα, θα το φανερώσει όταν ακολουθήσει στα πνευματικά γνάρια τους ατρόμητους αγωνιστές του.
Αυτός είναι ο καλύτερος εορτασμός, της εθνικής μας επετείου.
Με εκτίμηση
Δημήτριος Μητρόπουλος