ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΥΣΣΗΣ

Γράφει : Ο Δημήτριος Μητρόπουλος  Αντ/γος ε.α. Επιτ. Υπαρχηγός. ΕΛ.ΑΣ. Πτυχ. Νομικής και Δημ. Δικαίου και Πολ. Επιστημών Νομικής Σχολής  Αθηνών.  Συγγραφέας, Μέλος της Ένωσης Μεσσηνίων Συγγραφέων.

Ο Γρηγόριος Νύσσης (335 – 394) ήταν χριστιανός Μικρασιάτης επίσκοπος Νύσσης, από το 372 έως το 376 και από το 378 έως τον θάνατό του. Τιμάται ως Άγιος από την Ορθόδοξη Εκκλησία, την Καθολική Εκκλησία, την Ανατολίτικη Ορθοδοξία, τον Λουθηρανισμό και την Αγγλικανική Εκκλησία. Είναι ένας από τους μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας.

Ήταν αδελφός του Μεγάλου Βασιλείου, της Οσίας Μακρίνης και αδελφικός φίλος του Γρηγορίου του Θεολόγου. Το 372 έγινε επίσκοπος της πόλης Νύσσης της Καππαδοκίας. Είχε ενεργό ανάμειξη σε ζητήματα Θεολογικά και Πολιτικά. Συμμετείχε στις συνοδούς της Αντιοχείας το 379 και της Β’ Οικουμενικής στη Κωνσταντινούπολη. Άφησε πλούσιο συγγραφικό έργο, το οποίο περιλαμβάνει ομιλίες με εξηγητικό και δογματικό περιεχόμενο, καθώς και επιταφίους λόγους, με λογοτεχνικές αξιώσεις.

Ο Άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης από ορισμένους ερευνητές θεωρείται περισσότερο φιλόσοφος παρά θεολόγος, καθώς καταφέρνει να επεξηγήσει και φιλοσοφικά πολλές Θεολογικές έννοιες.

Έχει ειπωθεί ότι “μπόρεσε καλύτερα απ’ όλους να μεταφυτεύσει στο εσωτερικό του Χριστιανικού κόσμου την πνευματική κληρονομιά της αρχαίας Ελλάδας”, ενώ επηρεάστηκε σημαντικά από τα έργα του Ωριγένη. Η αφομοιωτική αυτή ικανότητά του και η εκλεκτική χρήση φιλοσοφικών ιδεών και όρων, λειτούργησαν επικουρικά στη Θεολογία του Γρηγορίου με τη χρήση τους, ως δομικό υλικό.

Ο Γρηγόριος συνέχισε την τριαδολογία και την πνευματολογία του αδελφού του Βασιλείου, όπως και τη Χριστολογία του Γρηγορίου Θεολόγου, αλλά προχωρώντας αυτές σε εύρος και βάθος.

Με τη Θεολογία του περί εκπόρευσης του Αγίου Πνεύματος, απέκλεισε τη Δυτική χρήση του filiο gue από τη διδασκαλία της ανατολικής χριστιανικής Εκκλησίας. Προετοίμασε επίσης, τη Θεολογία της “υποστατικής ενώσεως” των δύο φύσεων του Χριστού με τη χρήση των όρων “ασυγχύτως, ατρέπτως, “αδιαιρέτως”, οι οποίοι επικυρώθηκαν στην Δ’ Οικουμενική Σύνοδο το 451 στη Χαλκηδόνα.

Περί ψυχής και Αναστάσεως, ο λόγος, ο λεγόμενος τα μακρίνεια.

Γράφτηκε ο λόγος αυτός το φθινόπωρο του 379μ.Χ., όταν ο Άγιος Γρηγόριος επισκέφτηκε την αδελφή του οσία Μακρίνα στον πόντο, για να παρηγορηθεί για το θάνατο του αδελφού τους, Μεγάλου Βασιλείου.

Η Μακρίνα, ήταν άρρωστη λίγο πριν το τέλος της, αλλά είχε μαζί του έναν ενδιαφέροντα διάλογο που έδωσε την αφορμή να γραφτεί ο παρών λόγος.

Τα κυριότερα σημεία του είναι τα εξής :

Ο θάνατος είναι ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα, όταν το σώμα εγκαταλείπετε από τη ψυχή, τότε αποσυντίθεται στα στοιχεία, που πριν το αποτελούσαν. Καθένα στοιχείο του σώματος επιστρέφει στο φυσικό του στοιχείο, έτσι ώστε κανένα επιμέρους στοιχείο δεν καταστρέφεται πλήρως ή δεν επιστρέφει στην ανυπαρξία, και το σώμα παραμένει μέσα στα όρια αυτού του κόσμου (στο νερό, τον αέρα, το χώμα, και το πυρ). Αυτό είναι η φθορά, δηλαδή αποσύνθεση και όχι καταστροφή ή μετάπτωση σε κατάσταση ανυπαρξίας.

Η ψυχή δεν επηρεάζεται από αυτήν την αποσύνθεση, γιατί είναι απλή και ασύνθετη και γι’ αυτό δεν μπορεί να διασπαστεί. Η ψυχή είναι αθάνατη και εκτείνεται στην αιωνιότητα. Το μόνο που αλλάζει σ ‘αυτήν είναι ο τρόπος υπάρξεώς της. Ακόμη και τότε η σχέση της με το φθειρόμενο σώμα δεν διακόπτεται και η ψυχή θα μπορέσει να βρει, όλα τα στοιχεία του λόγω της γνωστικής της δυνάμεως. Ούτε ο χώρος (απόσταση), ούτε ο χρόνος εμποδίζει την ψυχή να βρει τα στοιχεία του σώματος κατά την ανάσταση.

Αυτό που περιμένει τους ανθρώπους μετά τον θάνατο είναι η κάθαρση, η ανανέωση και η αποκατάσταση του σώματος και η ανάσταση όλων. Ο δημιουργός δεν θέλει να μείνουμε απλά έμβρυα. Ο τελικός σκοπός της φύσεώς μας δεν είναι η κατάσταση της νηπιακή ηλικίας, ούτε οι επόμενες ηλικίες, ούτε ακόμη η καταστροφή του σώματος που έρχεται με το θάνατο. Όλα αυτά είναι μέρος της ζωής που διανύουμε. Το έσχατο τέρμα αυτής της κινήσεως, είναι η αποκατάστασή μας στην αρχέγονη κατάστασή μας. Η ψυχή κατά την ανάσταση θα επιστρέψει στο σώμα. Οι δίκαιες ψυχές θα δοξαστούν, αλλά οι αμαρτωλές θα τιμωρηθούν. Η καθαρή ψυχή θ’ απολαύσει τη θέα του Θεού.

Στην εποχή μας αξίζει να μελετηθεί ιδιαίτερα ο λόγος ,διότι θέτει το θέμα του Θανάτου, την φθορά και την ανάσταση του σώματος, την αθανασία της ψυχής. Η όλη διαπραγμάτευση του θέματος οδηγεί τον αναγνώστη σε πρακτικά συμπεράσματα, που έχουν αντίκτυπο στην προσαρμογή της καθημερινής ζωής στην προοπτική της αιώνιας ζωής, δηλαδή τη βασιλεία του θεού.

Γρηγόριος Νύσσης – Λόγος, εις την προσευχή.

“…. Η προσευχή είναι φύλακας της σωφροσύνης, χαλιναγωγεί το θυμό, καταστέλλει την υπερηφάνεια, καθαρίζει από την μνησικακία, διώχνει το φθόνο, καταργεί την αδικία, επανορθώσει την ασέβεια.

Η προσευχή είναι δύναμη των σωμάτων, φέρνει χαρά στο σπίτι, χορηγεί εύνοια στη πόλη, παρέχει ισχύ στην εξουσία, δίνει νίκη κατά την διάρκεια του πολέμου, εξασφαλίζει την ειρήνη, ξανά ενώνει τους χωρισμένους, διατηρεί στη θέση τους ενωμένους.

Η προσευχή είναι το επισφράγισμα της παρθενίας, η πιστότητα του γάμου, όπλο στους οδοιπόρους, φύλακας όσων κοιμούνται, θάρρος των ξύπνιων, στους γεωργούς φέρνει την ευφορία, στους αυτιλόμενους χαρίζει τη σωτηρία.

Η προσευχή γίνεται συνήγορος των δικαζομένων, ελευθερία των φυλακισμένων, παρηγοριά των λυπημένων χαρά για τους χαρούμενους, παρηγοριά στους πενθούντες, δόξα γι’ αυτούς που έρχονται σε γάμο, γιορτή στα γενέθλια, σάβανο γι’ αυτούς που πεθαίνουν.

Η προσευχή είναι συνομιλία με τον Θεό, θεωρία των αοράτων, πληροφόρηση για όσα επιθυμούμε, ομοτιμία με τους αγγέλους, προκοπή στα καλά έργα, αποτροπή από τα κακά, διόρθωση για εκείνους που αμαρτάνουν, απόλαυση των παρόντων αγαθών, υπόσταση των αγαθών του μέλλοντος.

Η προσευχή μετέβαλε για τον Ιωνά σε σπίτι το κήτος, επανέφερε στη ζωή τον Εζεκία από αυτές τις πύλες του θανάτου. Για χάρη των τριών νέων μετέτρεψε τη φλόγα της καμίνου σε δροσερή αύρα και για τους Ισδραλίτες κέρδισε νίκη κατά των Αμαληκιτών, ενώ τις εκατόν ογδόντα χιλιάδες του Ασσυριακού στρατού με αόρατη ρομφαία κατανίκησε σε μια νύχτα.

Και κοντά σ’ αυτά μπορείς να βρεις αμέτρητα παραδείγματα από εκείνα που έχουν γίνει κι από τα οποία φαίνεται καθαρά, ότι κανένα απ’ όσα θεωρούνται πολύτιμα στη ζωή, δεν είναι ανώτερα από την προσευχή.

Επειδή είναι πολλά και κάθε είδους τα αγαθά που μας έδωκε η θεία χάρη, αυτό το να έχουμε να ανταποδώσουμε για όσα λάβαμε, δηλαδή να πληρώνουμε τον Ευεργέτη με την προσευχή και με την Ευχαριστία…”

Σκέπτομαι τώρα, ότι κι ακόμη όλη μας την ζωή περάσουμε με ευχαριστία, και προσευχή προς τον Θεό.

Πηγή : – Εθνικόν και Καποδιστριακόν Πανεπιστήμιο.

http:// users.uoa.gr — Ορθόδοξο Χριστιανικό Περιοδικό “Αγία Λυδία”.

Ημ/νία γραφής : 5/2/2025

Με εκτίμηση

Δημήτριος Μητρόπουλος