ΤΟ ΠΑΘΟΣ ΤΗΣ ΚΑΤΑΚΡΙΣΗΣ

Γράφει : Ο Δημήτριος Μητρόπουλος  Αντ/γος ε.α.

Επιτ. Υπαρχηγός. ΕΛ.ΑΣ. Πτυχ. Νομικής και Δημ. Δικαίου και Πολ. Επιστημών Νομικής Σχολής Αθηνών.

Συγγραφέας, Μέλος της Ένωσης Μεσσηνίων Συγγραφέων.

Κατάκριση είναι να λέμε σε κάποιον, την αμαρτία ή το σφάλμα που έκανε.

Επίσης, κατακρίνουμε όταν κουτσομπολεύουμε, όταν κατηγορούμε, όταν ειρωνευόμαστε ή προσβάλλουμε τον άλλον.

Αποδίδουμε την κατάκριση άλλοτε στη φλυαρία και άλλοτε στην επιπολαιότητά μας.

Ποια όμως είναι η αληθινή ρίζα της κατάκρισης;

Οι Πατέρες λένε ότι μια’ από τις αιτίες της είναι η ζήλια.

Η ζήλια μπορεί να χαρακτηριστεί ως συναίσθημα που εμφανίζεται, όταν ένα άτομο υστερεί απέναντι από κάποιο άλλο, από πλευράς πλούτου, ικανοτήτων ή ταλέντου ή επιθυμεί διακαώς κάτι, που κάποιος άλλος έχει στην κατοχή του.

Το συναίσθημα αυτό αρκετά συχνά αγγίζει τα όρια της εμμονής.

Παρά το γεγονός ότι σε αυτούς που ζηλεύουν, η ένταση και ο θυμός είναι στο επίκεντρο, η ζήλια, συνήθως πηγάζει από αίσθημα αδυναμίας και όχι ισχύος.

Όταν ζηλεύουμε ή δεν συμπαθούμε κάποιον περιμένουμε την κατάλληλη ευκαιρία, για να τον κατακρίνουμε.

Η ανάγκη μας να κατακρίνουμε, βγαίνει και από τη διάθεσή μας να προβάλουμε τον εαυτό μας. Επιζητούμε να δικαιώσουμε τον εαυτό μας και να τον παρουσιάσουμε Άγιο.

Προσπαθούμε να αποδείξουμε ότι είμαστε καλύτεροι από τους άλλους, αντί να δούμε σε τι φταίει ο εαυτός μας, ρίχνουμε όλη την ευθύνη στους άλλους.

Αυτό σημαίνει πως οτιδήποτε λέμε, εκφέρεται από εμάς και καταλήγει σε εμάς.

Άρα όταν ακούμε μια τοποθέτηση από κάποιον, να σκεφτόμαστε πάντα τι θέλει να πετύχει με αυτό που εξέφρασε και τι από όλα αυτά που είπε, μας ακούμπησε βαθύτερα ή όχι.

Και αυτό είναι ένδειξη ότι δεν έχουμε αγάπη αληθινή για τον συνάνθρωπο μας. Αντί να βλέπουμε τα θετικά του άλλου, εμείς μένουμε μόνο στα αρνητικά.

Μπορούμε να το γνωρίσουμε από την δική μας εμπειρία.

Αν αφήσουμε την αγάπη και την προσκόλληση στον εαυτό μας, αν “κόψουμε το θέλημά μας” – κι ας φαίνεται ανθρώπινο και φυσικό – τότε μπορούμε να γνωρίσουμε στην πράξη τι είναι η αγάπη.

Προσπαθήσαμε ποτέ να μπούμε στη θέση του;

Εμείς καταφεύγουμε στην εύκολη λύση την κατάκριση. Όταν κανείς κατακρίνει, ή προσβάλει ή περιφρονήσει κάποιον, αυτός καταστρέφει όλο το έργο της δικής του μετάνοιας.

Και είναι ενδεχόμενο να πέσει στις ίδιο σφάλμα, για το οποίο κατακρίνει τον αδελφό του .

Ο λαός μας λέει “Αυτό που κοροϊδεύεις, αυτό και θα λουστείς”.

Ό,τι δεν θέλεις, αυτό θα σε βρει”.

Να μην ξεχνάμε και τον Απόστολο, ο οποίος μας συμβουλεύει.

“Όποιος νομίζει ότι στέκεται καλά στα πόδια του, καλύτερα ας προσέχει να μην πέσει”. (Α’ Κορι’12).

Με την κατάκριση δυσκολεύουμε τη ζωή μας.

Κουράζουμε το μυαλό μας με άσχετους λογισμούς. Λερώνουμε την ψυχή μας.

Τι όφελος έχουμε να ασχολούμαστε με την ζωή των άλλων;

Γιατί μας ενοχλεί τόσο πολύ το λάθος του άλλου.

Η αφετηρία των καλών είναι η ταπεινοφροσύνη και η αφετηρία των κακών ο εγωισμός.

Γι’ αυτό λοιπόν χρειάζεται παρά πολλή μεγάλη προσοχή, στα έργα μας και να αγωνιζόμαστε να ξεριζώσουμε τον εγωισμό μας.

Όταν εγώ κρίνω έναν άνθρωπο από συμπάθεια, όχι για να τον κατακρίνω, να τον κατηγορήσω και να τον ταπεινώσω, αλλά από αγάπη και στοργή – π.χ. λέμε ότι ο τάδε, αν δεν έκανε αυτό, πόσο θα ωφελούσε – με πόνο το λέμε και προσευχόμαστε γι’ αυτόν, αυτό δεν είναι κατάκριση.

Ενώ όταν τον χαρακτηρίζουμε σαν κακό και εγωιστή και τον ταπεινώνουμε μπροστά στους άλλους, αυτό είναι κατάκριση.

Όταν ο άνθρωπος παρακολουθεί τον εαυτό του και βλέπει τα Πάθη του, τότε θεωρεί καλό και έντιμο τον αδελφό του.

Όταν όμως δικαιώνει τον εαυτό του και προσπαθεί να βγει αυτός ανώτερος και καλύτερος από τον άλλο, τότε βρίσκει πως ο άλλος είναι κακός.

Πηγή : Μηνιαίο Ορθόδοξο Χριστιανικό Περιοδικό “ΘΕΟΦΙΛΟΣ”.

Με Εκτίμηση

Δημήτριος Μητρόπουλος