Γράφει : Ο Δημήτριος Μητρόπουλος Αντ/γος ε.α. Επιτ. Υπαρχηγός. ΕΛ.ΑΣ. Πτυχ. Νομικής και Δημ. Δικαίου και Πολ. Επιστημών Νομικής Σχολής Αθηνών. Συγγραφέας, Μέλος της Ένωσης Μεσσηνίων Συγγραφέων.
Ο Γιάννης πρωτοετής φοιτητής της Φυσικομαθηματικής Σχολής, καθόταν στο αεροδρόμιο της Στουτγάρδης, ενώ η’ βαλίτσα δίπλα του έδειχνε, πως θα ταξιδέψει.
Κοίταζε ανέμελα το πήγαινε – έλα των ταξιδιωτών, όταν άκουσε μια χαρούμενη φωνή δίπλα του.
– Για που παλληκάρι μου;
– Για την Ελλάδα.
– Ά πατριώτης είσαι, Έλληνας! Και του ‘σφιξε το χέρι σαν παλιός γνώριμος.
Ο Γιάννης δεν έβλεπε πια γύρω του. Η λέξη “Έλληνας” του θύμισε, το ακαθόριστο της ταυτότητός του. Γεννημένος στη Γερμανία, από πατέρα Έλληνα και μητέρα Γερμανίδα, στεκόταν ανάμεσα σε δύο εθνικότητες και σε δύο θρησκεύματα. Ίσως σ’ αυτό το διχασμό συνετέλεσε και ο γρήγορος χωρισμός των γονέων του. Ο πατέρας του επέστρεψε στο πατρικό του σπίτι και αυτός έμεινε με την μητέρα του.
Ώ μάμα, μάμα! Αν ήξερε πόσο του ‘λειψε ο πατέρας του, όλα αυτά τα χρόνια, δεν θα τον έδιωχνε ποτέ! Όμως αυτός ποτέ δεν ξέχασε την αγάπη και την καρτερία του πατέρα του.
Του θύμιζε την πιο ευτυχισμένη περίοδο της ζωής του. Και τώρα που μεγάλωσε και μπορούσε, να ρυθμίζει ο ίδιος την ζωή του, αποφάσισε να ταξιδέψει στην πατρίδα του πατέρα του, με την ελπίδα να βρει κοντά του, κάτι απ’ την παλιά του ευτυχία.
Γιατί ο Γιάννης, εδώ και καιρό ένοιωθε το λιγότερο αποτυχημένος, αδικημένος. Χρόνια ολόκληρα ονειρευόταν τον εαυτό του αεροπόρο και σαν τελείωσε το Λύκειο σκεφτόταν, πως θα μπει με το σπαθί του στην Σχολή, αν δεν συνέβαινε κάτι το ατυχές. Και το “ατυχές” ήρθε, από εκεί που δεν το περίμενε. Ένα άγνωστο πρόβλημα των ματιών του, του στέρησε το δικαίωμα συμμετοχής στις εξετάσεις. Κι ήθελε τόσο πολύ να πετάει.
Να πετάει πάνω από τα σύννεφα, να χαίρεται το μάτι στεριές και πέλαγα, χιονισμένες κορφές και κάμπους. Να νικά τον χρόνο και τις αποστάσεις, βουτώντας στο γαλάζιο τ’ ουρανού.
Κι αναρωτιόταν και φιλοσοφούσε σαν ποιο νόημα έχει τάχα μια ζωή, που σου σκοτώνει την ευτυχία και σου συντρίβει τα όνειρα! Και δεν έβρισκε απάντηση.
—— ——– ——
Σαν προσγειώθηκε στο αεροδρόμιο της Θεσσαλονίκης η πρώτη έκπληξη, ήταν η παρουσία του πατέρα του, που πρώτος γνώρισε τον γιο του. Ήρθε με ταξί από το χωριό τους στο νομό Κοζάνης, να υποδεχθεί αυτόν, το μονάκριβο παιδί του. Γιατί ο πατέρας, ζούσε μόνος, όπως και η μάμα. Δεν ξαναπαντρεύτηκαν.
– Πόσο χαίρουμε που ήρθες, παιδί μου!
Mean lieberman vater! Kαλέ μου πατέρα!
Ποτέ δεν ξέχασα την αγάπη σου!
Στο χωριό ο Γιάννης γνώρισε και έζησε την αγάπη και της γιαγιάς και των άλλων συγγενών. Αλλά και όλοι, σαν φίλο και γνωστό τον καλοδέχονταν.
– Α, εδώ οι άνθρωποι είναι πιο θερμοί, είπε στον πατέρα του και κείνος του χαμογέλασε ευχαριστημένος. Έτσι πέρασαν οι δύο πρώτες μέρες και ήρθε η Κυριακή των Βαΐων.
– Από αύριο, για τους Ορθόδοξους, αρχίζει η Μεγάλη Εβδομάδα, του εξήγησε ο πατέρας του, και έτσι έχουμε κάθε μέρα ακολουθίες.
– Θα έρχομαι και γω πατέρα μαζί σου να ζήσω και εγώ σαν Ορθόδοξος αυτή τη μεγάλη γιορτή!
– Δεν υπάρχει πιο μεγάλη ευλογία, παιδί μου, από το να την ζούμε την Ορθοδοξία μας.
Ο μπαμπάς είναι πολύ θρήσκος, σκέφτηκε ο Γιάννης και κοίταξε το αναμμένο καντήλι μπροστά στο εικόνισμα των Αγίων.
Σε όλες τις εσπερινές ακολουθίες, ο Γιάννης στεκόταν δίπλα στον πατέρα του Παρακολουθώντας τα τελούμενα. Ευτυχώς που τα αρχαία Ελληνικά του, τον βοηθούσαν αρκετά στην κατανόησή τους. Και τον συγκλόνιζαν. Η υμνωδία ιδιαιτέρως, αναμμένα κεράκια στον πρόναο, οι πολυέλαιοι οι εικόνες, η καρτερικότης των προσώπων, που φανέρωνε την συμμετοχή τους, στα ψαλλόγμενα. Ύστερα πρόσεξε τον ναό, που απέπνεε καλλιτεχνία, ευαισθησία, και κατάνυξη….
Πόσες γενιές εδώ προσευχήθηκαν, πόσοι βαφτίστηκαν…. κι ανάμεσά τους κι ο ίδιος και η μάμα.
Δοκίμασε να προσευχηθεί αλλά τι να ζητήσει, αφού τίποτε πια δεν μπορούσε ν’ αλλάξει στη ζωή του, μήτε να ξαναζωντανέψει το θρυμματισμένο όνειρό του.
Πως ήθελε να έχει κοντά του κάποιον, που μπορεί να τον βοηθάει να βγαίνει από το αδιέξοδο της ζωής του!
Σκέφτηκε τον Θεό, που ήταν κάτι ακαθόριστο γι’ αυτόν, κάτι που δεν μπορούσε να κατανοήσει….
Ωστόσο, μέσα σ’ αυτήν την μυστηριακή Ατμόσφαιρα ψυθίρισε; Ach du lieber! Ώ, Θεέ μου! Αν υπάρχεις και είσαι δυνατός, βοήθησέ με να βρω το νόημα της ζωής μου.
Κι ένοιωσε κάτι να λαφραίνει μέσα του.
Την Μεγάλη Πέμπτη οι δικοί του, και πολλοί άλλοι χωριανοί, κοινώνησαν. Αυτός δεν ένοιωθε έτοιμος. Πέρασε όμως να πάρει αντίδωρο. Ήθελε να δει και από κοντά ν’ αγγίξει αυτόν τον νεαρό ιερέα, που καθώς τους θυμιάτιζε περνούσε ανάλαφρα από μπρος τους, με χαμηλό το βλέμμα και τις λωρίδες του επανωκαλύμαυχου, να ανεμίζουν γύρω του. Και του φαινόταν τότε τόσο αέρινος, σαν να πετούσε απαλά καθώς τελετουργούσε.
– Willkommen, Γιάννη, τον καλωσόρισε εκείνος, δίνοντας του το αντίδωρο.
– Ω, ευχαριστώ, Πως ξέρετε τα γερμανικά;
– Έκανα μεταπτυχιακό εκεί.
– Και τι σπουδάσατε;
– Πρώτα Αρχαιολογία και ύστερα Θελογία.
-Πολύ καλά, θα σας ξαναδώ. Θα ‘θελα να σας δω.
Πέρασαν οι επόμενες δύο ημέρες της μεγάλης Παρασκευής και του Σαββάτου και ο Γιάννης γιόρτασε Χαρούμενα το Πάσχα, με τους δικούς του.
Πλησίαζε ο καιρός να φύγει και ζήτησε να συζητήσει με τον πατέρα του.
– Πατέρα, είπε, αυτή η περίοδος που έζησα εδώ και η γνωριμία μου, με τον π. Δημήτριο του χωριού μας, άνοιξε μπροστά μου έναν καινούργιο δρόμο, που ποτέ δεν φανταστικά, ότι θα τον περπατούσα.
Πάντα αναζητούσα το νόημα της ζωής και νομίζω, πως τώρα το βρίσκω. Θα ήθελα να σπουδάσω… θεολογία. Νοιώθω πως κοντά στο Θεό, θα βρω αληθινά, το νόημα της ζωής μου…
Τι λες;
– Χαρά μου είναι, και θα χαρώ να σ’ έχω και κοντά μου. Μα ρώτησε και την μητέρα σου.
Την ρώτησα! Είμαι τώρα μεγάλος και όπως και η μάμα είπε, μπορώ να αποφασίζω για μένα…
Έτσι ο Γιάννης σπούδασε Θεολογία. Πέρασαν πέντε χρόνια, και στο διάστημα αυτό, ο Γιάννης είδε και έμαθε πολλά. Γύρισε πτυχιούχος στο χωριό, με πρόσωπο που έλαμπε.
– Πατέρα, θυμάσαι που ήθελα να γίνω αεροπόρος, να πετώ στον ουρανό.
Ο Θεός μου έκλεισε εκείνον τον δρόμο και μου άνοιξε με άλλον τρόπο και πάλιν το δρόμο του ουρανού…
θα ήθελα να γίνω, ησαν τον π. Δημήτριο. Έχεις αντίρρηση;
– Καθόλου, παιδί μου μόνο να το σκεφθείς ώριμα. Δεν πρέπει να βγαίνουμε ασυνεπείς στις υποσχέσεις μας, στο Θεό. Δεν πρέπει να είναι πρόσκαιρος ενθουσιασμός.
– Όλο και πιο πολύ σε αυτό με τραβάει η καρδιά μου…
——– ——– ——–
Οι ετοιμασίες έγιναν γρήγορα. Ο Γιάννης ειδοποίησε και την μητέρα του, για την ημερομηνία της κουράς του. Ο υποψήφιος όλον αυτό τον καιρό ένοιωθε να πετά, σαν να μην πατούσε στη γη. Τη ορισμένη ημέρα η Εκκλησία του χωριού λαμπροστολίστηκε. Οι χωριανοί σαν να είχαν Πάσχα. Και ήταν πράγματι Πασχαλινή περίοδος. Κυριακή των Μυροφόρων και μια μυροφόρος ψυχή, ετοιμαζόταν προσεκτικά να αφιερωθεί, θυσία ζώσα στο Θεό.
Ο επίσκοπος μίλησε με λόγια πατρικά, ζεστά για το υψηλό λειτούργημα της ιεροσύνης, για την τιμητική κλήση του Θεού. Και βεβαίωσε πως στην ανθρώπινη αδυναμία προτρέχει πάντα η θεία χάρη.
“ή τα ασθενή θεραπεύουσα και τα ελλείποντα αναπληρούσα”.
Ο πατέρας του Γιάννη ζούσε συγκλονισμένος την ώρα αυτή και δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια του. Ποτέ δεν περίμενε πως ο μοναχογιός του, θα του χάριζε αυτή την ύψιστη αυτή χαρά και τιμή.
Από την πλευρά των γυναικών η μάμα του Όλγα, του Γιάννη, προσευχόταν γονατιστή και τα γαλανά της ματιά, γεμάτα δάκρυα, έμοιαζαν βαρκούλες, που αρμένιζαν στο γαλάζιο φόντο του ουρανού.
Ιδιαίτερα σαν άκουσε το παιδί της να ευχαριστεί τους “γονείς” του, που του συμπαραστάθηκαν στην πραγμάτωση του πόθου του, ακούστηκε πνιχτό το κλάμα της, για όσα ίσως του στέρησε από μικρό, διασπώντας την συζυγία της.
Όταν πέρασε να χαιρετήσει το νέο μοναχό εκείνος της είπε : Μάμα βρήκα το δρόμο και το νόημα της ζωής μου.
– Σήμερα, παιδί μου, ξεχώρισα και γω τον δικό μου δρόμο, που είχα χάσει. Φτάνει να με συγχωρέσει κι ο πατέρας σου.
– Σε περιμένει πάντα, είπε με βεβαιότητα ο γιος της.
– Σε συγχώρησα, από την πρώτη στιγμή, είπε ο άνδρας της.
Ο μοναχός ,ένωσε τα χέρια τους και μπροστά στο συγκινημένο επίσκοπο είπε :
Σεβασμιώτε, σας παρακαλώ να φροντίσετε να γίνει, ό,τι χρειάζεται ώστε από εδώ και πέρα και οι τρεις μαζί, να περπατήσουμε στον δρόμο, που μας καλεί ο Θεός
– Και έγιναν και οι τρεις μαζί ένα σύμπλεγμα, ενώ πάνω τους ο Επίσκοπος, χάραξε σταυρωτά, το σημείο της ευλογίας με τα δύο του χέρια, ευχαριστώντας τον Θεό για τις ψυχές αυτές, που βρήκαν πια τον δρόμο και το νόημα της ζωής τους, στα μονοπάτια της Χάριτός του.
Πηγή : Ορθόδοξο Χριστιανικό Περιοδικό “ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ”.
Με εκτίμηση
Δημήτριος Μητρόπουλος