Δ Ι Η Γ Η Μ Α

Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Γράφει : Ο Δημήτριος Μητρόπουλος  Αντ/γος ε.α. Επιτ. Υπαρχηγός. ΕΛ.ΑΣ. Πτυχ. Νομικής και Δημ. Δικαίου και Πολ. Επιστημών Νομικής Σχολής  Αθηνών.  Συγγραφέας, Μέλος της Ένωσης Μεσσηνίων Συγγραφέων.

Η κυρία Αγάθη ήταν μια καλή σύζυγος και μητέρα. Πλούσια, την ευλόγησε ο Θεός και ένοιωθε μέσα της. Της έδωσε καλό σύζυγο, τον κύριο Στάθη, όπως τον προσφωνούσαν με σεβασμό οι συγχωριανοί τους. Κοντά του βρήκε ό,τι λαχταρούσε με βαθιά στοργή και αίσθημα σιγουριάς. Δούλεψε 30 χρόνια δάσκαλος. Έζησαν μ’ αυτόν τον διδασκαλικό μισθό, με μέτρο και σύνεση. Δεν τους έλλειψε τίποτα, από τα αναγκαία μεγάλωσαν δε και μόρφωσαν τα παιδιά τους, πέντε στη σειρά. Τέσσερα κορίτσια στολισμένα με φρόνηση και πολλή προκοπή στα γράμματα. Με ξεχωριστή χαρά δέχτηκαν και το τελευταίο δώρο του Θεού, τον Παναγιώτη τον κανακάρη τους, όπως τον έλεγαν πειραχτικά, οι αδελφές του. Τα παιδιά ξεπετάγονταν, ένα ένα με τη σειρά τους και ήταν καμάρι των γονιών και των συγχωριανών – Προκομμένα τα παιδιά του δασκάλου, έλεγαν κάποιοι.

– Και πως όχι; Περπατάνε στου Θεού το δρόμο,  πα’ να’ πει’ στο καλό και την ισιάδα απαντούσαν άλλοι.

Μα απ’ όλα – θαρρείς – ξεχώριζε ο μικρός, ο Παναγιώτης. Καλοσυνάτο και πρόσχαρο παιδί, ξεπέρασε τις δύσκολες καμπές της νεανικής ηλικίας ήρεμα, κρατώντας γερά τα γκέμια του εαυτού του, στις κακοτοπιές.

Ήταν το καμάρι του σχολείου του και της κοινωνίας του χωριού του. Ήξερε να σέβεται τον καθένα και κρατούσε τις αρχές του σπιτιού του. Μικρό τον ρωτούσαν καμιά φορά, οι μεγάλοι.

– Τι θα γίνεις, Παναγιώτη, σαν μεγαλώσεις;

– Δεν ξέρω ακόμη. Όταν μεγαλώσω θα σκεφτώ, απαντούσε με σοβαρότητα εκείνος.

– Ό,τι θέλει ο Θεός, να λες, τον συμβούλευε χαμογελώντας και ο παπα – Βασίλης, που τον είχε δεξί χέρι στο ιερό και ξεχωριστά τον αγαπούσε. Τώρα που τελείωσε το Λύκειο, ο πατέρας του τον ονειρευόταν Γιατρό, η μητέρα του τον ήθελε καθηγητή η’ δάσκαλο. Μα ο Παναγιώτης σαν ήρθε η ώρα, είπε ήσυχα στους γονείς του :

– Θέλω να γίνω ταχυδρόμος!

Αυτό μου αρέσει πατέρα! Καταλαβαίνω την άρνησή σου, μα δεν θέλω να πάω στο Πανεπιστήμιο… Έπειτα να, οι αδελφές μου σκορπίζουν με τις σπουδές τους… ε’, ας μείνω εγώ κοντά σας… Ο Παναγιώτης το ‘πε και το ‘κανε. Έγινε ταχυδρόμος. Γέμιζε την ταχυδρομική του σάκα και κάθε πρωί περνούσε από τις γειτονιές, με το μηχανάκι, στο ατομικό του κεφαλοχώρι και σε άλλα δύο χωριά εκεί κοντά και μοίραζε γράμματα, μικροδέματα, επιταγές. Όλοι χαίρονταν όταν τον έβλεπαν, μα πάνω απ’ όλους τον περίμεναν, οι ηλικιωμένοι, οι μοναχικοί, οι ξεχασμένοι. Για όλους ο Παναγιώτης, είχε ένα χαμόγελο, ένα καλό λόγο. Και ο χρόνος κυλούσε θαρρείς ανοιξιάτικη μέρα. Μα όπως ο ουρανός ποτέ δεν είναι ηλιόχαρος, όμοια και η ζωή. Και να κάποια μέρα, η είδηση έφτασε σαν αστραπή. Ο Παναγιώτης καθώς πήγαινε με το μηχανάκι στα γειτονικά χωριά, για ν’ αποφύγει ένα αυτοκίνητο, βγήκε από το δρόμο του και χτύπησε σ’ ένα στύλο. Βρισκόταν σε αφασία, στο Νοσοκομείο γειτονικής κοντινής πόλεως. Οι σπιτικοί έτρεξαν κοντά του, το χωριό σείστηκε από την πληροφορία, που ταρακούνησε και τα δύο γειτονικά μικρότερα χωριά. Τα νέα περνούσαν από γειτονιά σε γειτονιά και όλοι πονούσαν και προσεύχονταν για το παλικάρι, που πάνω στην ανθισμένη νιότη του, κινδύνευε να χάση τη ζωή του. Συγγενείς, γνωστοί και φίλοι πηγαινοέρχονταν καθημερινά γεμάτοι αγωνία, καθώς οι μέρες κυλούσαν χωρίς καμία βελτίωση. Μόνο η μάνα δεν έλεγε να αποκάμει.

– Θα συνέλθει το παιδί μας, έλεγε με βεβαιότητα. Η Παναγία θα το κάνει καλά! Περνούσε τις περισσότερες ώρες στο εκκλησάκι, που παρηγορητικό έστεκε στην αυλή του Νοσοκομείου, καταφύγιο των πονεμένων. Και εκεί μπροστά στην εικόνα της Παναγίας, άνοιγε την καρδιά της και απίθωνε την λαχτάρα της, στα γόνατα της Μεγάλης Μητέρας του Θεού και των ανθρώπων. Κι έβγαινε λατρεμένη, μ’ ένα αδιόρατο χαμόγελο, στο χλωμό της πρόσωπο. Πέρασαν είκοσι ημέρες και ο Παναγιώτης εξακολουθούσε να μένει ασάλευτος, με όλα τα καλώδια και τα μηχανήματα γύρω του. Πλησίαζε ο Δεκαπενταύγουστος με τις παρακλήσεις της Παναγίας και οι ναοί γέμιζαν, κάθε απόγευμα από τους Χριστιανούς. Η κυρία Αγάθη δεν έλειψε ποτέ. Και παρακαλούσε με δάκρυα την Μητέρα των θλιμμένων, για το παιδί της και τα παιδιά όλων των μανάδων που πονούσανε.

“‘Εν κλίνη νυν ασθενών κατάκειμαι και ουκ έστιν ίασης στις σάρκες μου. “‘Εψαλλαν και πλήθαιναν στο πρόσωπό της ζητώντας ίαση, γιατρειά για το παιδί της.

Ξημέρωσε και η μεγάλη μέρα της Κοιμήσεως. Η κ. Αγάθη με τον άνδρα της αχάραγα ακόμη, βρίσκονταν στη πόρτα του θαλάμου. Σαν τέλειωσε η αδελφή την νοσηλεία, μπήκαν και οι δύο στο θάλαμο. Εκείνη την ώρα πήραν και χτυπούσαν, αρμονικά, γλυκόηχα, δοξολογικά, οι καμπάνες του ναού. Η κ. Αγάθη σταυροκοπήθηκε. Ξαφνικά, ένας βαθύς αναστεναγμός τράβηξε την προσοχή τους και άκουσαν για πρώτη φορά, ύστερα από ένα ολόκληρο μήνα, την φωνή του Παναγιώτη.

– “Εν τη γεννήσει την παρθενίαν εφύλαξες, εν τη κοιμήσει τον κόσμον ου κατέλεισες Θεοτόκε…” είπε και άνοιξε τα μάτια του ερευνητικά.

– Παναγία μου, φώναξε η κ. Αγάθη, ενώ ο κ. Στάθης, λιπόθυμος σωριάστηκε στο πάτωμα.

Η αδελφή που έσπευσε, σαν είδε με ανοιχτά μάτια τον Παναγιώτη, έτρεξε στο Γιατρό. Σε λίγο μαζεύτηκαν γύρω του γιατροί και νοσοκόμες και αφού συνέφεραν τον κ Στάθη, τους έβγαλαν στο διάδρομο.

Χαρούμενος βγήκε έξω ο γιατρός, σε λίγο :

– Ο γιος σας συνήλθε, είναι από τα ανέλπιστα. Όμως για τώρα, έχει ανάγκη από πολλή ηρεμία και προπαντός ,όχι συγκινήσεις. Πηγαίνετε, λοιπόν, να ευχαριστήσετε την Παναγία, για την σωτηρία του. Θα τον δείτε αργότερα. Τα δάκρυα έτρεχαν στα πρόσωπά τους και δεν είχαν λόγια να ευχαριστήσουν εκείνην που “μετέστη προς την ζωήν”, εκείνην που στην ημέρα της κοιμήσεώς της επανέφερε στη ζωή το παιδί τους, που έμοιαζε νεκρό. Το χαρούμενο νέο έκαμε γρήγορα τον γύρο των χωριών κι όλοι ανασάνανε. Ο ταχυδρόμος τους, που τόσο αγαπούσαν, μπήκε στο δρόμο της ανανήψεως. Κάθε μέρα και καλύτερα, ήταν ο Παναγιώτης. Γρήγορα γύρισε στο σπίτι τους. Τώρα ήταν όλα χαρούμενα. τα αρχαία παρελθόν. Άνοιγε ένα καινούργιο κεφάλαιο στη ζωή του και στη ζωή της οικογένειας. Καιρός ήταν γιατί τελείωνε και η αναρρωτική άδεια. Μια απ’ αυτές τις τελευταίες μέρες, σαν απόφαγαν το βράδυ και κάθισαν όλοι μαζί, γονείς και παιδιά, κουβεντιάζοντας, ο Παναγιώτης έμοιαζε σαν κάτι να’ θελε να τους πει .Φαινόταν συγκινημένος και εξαιρετικά σοβαρός .

– Πατέρα, είπε, πριν από 6 χρόνια…σας εξέφρασα την επιθυμία μου να γίνω ταχυδρόμος, λυπήθηκες… Θα με ήθελες κάτι περισσότερο, μ’ ένα πτυχίο ίσως, Πανεπιστημίου… Σε λύπησα τότε! Πατέρα…

Μα είναι αλήθεια, εγώ ποτέ δεν μετάνιωσα που ακολούθησα τη φωνή της καρδιάς μου… μα τώρα πατέρα, ύστερα κι απ’ όσα συνέβησαν, θέλω ν’ αλλάξω εργασία.

– Και τι δουλειά θέλεις να κάνεις παιδί μου; Εμείς ποτέ δεν θα σου σταθούμε εμπόδιο. Θέλω να γίνω ιερέας, πατέρα, ταχυδρόμος του Θεού !

– Να γυρίζω στα χωριά με τη σάκα μου και να σκορπάω με τ’ ουρανού τα ιερά γράμματα την ελπίδα και την γαλήνη. Ν’ ανοίγουν οι καρδιές των ανθρώπων και να περνά ο Χριστός μέσα τους. Και γι’ αυτήν τη “μετάταξη, “ζητώ την ευχή σας!… Γιατί δεν μπορώ μόνο να είμαι ταχυδρόμος της γης!

– Να πάρεις μια σύντροφο, παιδί μου, κι ύστερα, με την ευχή μας και την ευχή του θεού.

– Πατέρα, θα μπορούσε να γίνει κι’ αυτό αν έμενα ταχυδρόμος της γης. Μα τώρα θέλω να γίνω ταχυδρόμος τ’ ουρανού…

Και καταλαβαίνεις μια σύντροφος, θα έκανε ίσως βαριά τα φτερά μου!

– Το θέλημα του Θεού ας γίνει! Εκείνος είναι που κατευθύνει την ζωή μας!

Ένα μήνα αργότερα, στον Εσπερινό του Σαββάτου η Εκκλησία του χωριού τους ζώστηκε από πλήθος κόσμου. Και από τα τρία χωριά, μικροί μεγάλοι, έδωσαν το “παρών “στην μοναχική κουρά του καλού τους ταχυδρόμου. Πως εκλήθης, αδελφέ; τον ρωτούσαν φιλώντας το σταυρό, που κρατούσε.

– Παντελεήμων μοναχός, απαντούσε συγκινημένος και αυτός;

Την άλλη μέρα, μέρα στη θεία Λειτουργία, απέραντες σειρές και πάλι όλοι, για να προσευχηθούν, για τον αδελφό Παντελεήμονα, που θα έπαιρνε το βαθμό, τον πρώτο εκκλησιαστικό βαθμό, τον βαθμό του διακόνου. Με όλη την καρδιά τους φώναξαν το “α’ξιος”! σαν ήρθε η ώρα. Κι ένοιωσαν πως άνοιξε ο ουρανός και κατέβηκαν οι άγγελοι κι ανακατεύτηκαν με τους ανθρώπους της γης. Κι ανάμεσά τους έστεκε ο π. Παντελεήμων, αγγελικός μες στη λευκή διακονίας στολή, που οι ίδιοι του χάρισαν, μαζί με την αγάπη τους, αυτή την τόσο σημαντική ημέρα της ζωής του.

Από δω και πέρα ο ταχυδρόμος τους, θα ήταν διπλά δικός τους, παντοτινά κοντά τους. Γιατί ξεντύθηκε τα συμβολικά φτερά του Ερμή και ντύθηκε τα μεγάλα φτερά, τα ολόλαμπρα σαν φτερά των αγγέλων τ’ ουρανού, των αγγελιοφόρων του Θεού.

Γιατί τώρα θα ήταν για πάντα, ο ταχυδρόμος του Θεού.

Πηγή : Ορθόδοξο Χριστιανικό Περιοδικό “ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ”.

Με εκτίμηση

Δημήτριος Μητρόπουλος