Ο ΘΥΜΟΣΟΦΟΣ ΛΑΟΣ ΜΑΣ ΛΕΕΙ….

“ΕΙΔΕ ΦΟΥΡΝΟ ΚΑΙ ΤΟΝ ΕΚΑΝΕ ΚΑΣΤΡΟ”

Γράφει : Ο Δημήτριος Μητρόπουλος  Αντ/γος ε.α.

Επιτ. Υπαρχηγός. ΕΛ.ΑΣ. Πτυχ. Νομικής και Δημ. Δικαίου και Πολ. Επιστημών Νομικής Σχολής Αθηνών.

Συγγραφέας, Μέλος της Ένωσης Μεσσηνίων Συγγραφέων.

Ο θυμόσοφος λαός μας, αυθεντικός πάντα, μιλά κάποτε με απαξίωση, κάποιες φορές σκωπτικά, άλλες φορές με πόνο, κάποιες άλλες φορές με θυμό, μερικές φορές με στενοχώρια, συχνά με αγανάκτηση, γατί όχι και με παράπονο, για τους ανθρώπους τους υπερβολικούς στα λόγια, τα οποία “βλέπουν τον φούρνο και το κάνουν κάστρο.”

Υπερβάλλουν από επιπολαιότητα, υπερβάλλουν από κακότητα, υπερβάλλουν από φθόνο, υπερβάλλουν από κομπορρημοσύνη, υπερβάλλουν από ματαιοδοξία, υπερβάλουν από ανευθυνότητα.

Και βέβαια όταν υπερβάλλουν στην περιγραφή πραγμάτων, τέλος πάντων το κακό είναι μικρό.

Μικρό το κακό, όταν ένας φούρνος παρουσιαστεί σαν κάστρο.

Κανένας δεν πληγώνεται, απλώς γελοιοποιεί τον εαυτό του, αυτός που κάνει την περιγραφή.

Αλλά όταν μεταφέρει λόγια και τα παραφουσκώνει; και τα οποία τόσο πολύ απέχουν από την πραγματικότητα;

Όταν περιγράφει χαρακτήρα και από τις υπερβολικές γραμμές, γίνεται ο άνθρωπος γελοιογραφία του εαυτού του, στα μάτια των άλλων;

Όταν τα γεγονότα από μικρά και τιποτένια καταντούν “εθνικό” θέμα. Και προπαντός όταν όλα αυτά έχουν το αρνητικό πρόσημο, τότε δεν πληγώνει;

Δεν σπάζει τα φτερά του άλλου;

Δεν γίνεται τροχοπέδη στην δημιουργικότητά του;

Δεν γκρεμίζει γέφυρες επικοινωνίας;

Δεν καταστρέφει σχέσεις;

Δεν τορπιλίζει φιλίες;

Δεν ξεθεμελιώνει μυστικά;

Αλλά ακόμη και αν η περιγραφή έχει το πρόσημα “συν” και τότε δεν είναι αποπροσανατολιστική;

Όμως, ο υπερβολικός δεν κάνει κακό μόνο στους άλλους. Πρωτίστως στον εαυτό του.

Δεν χαίρει εκτιμήσεως. Δεν είναι αγαπητός. Δεν γίνεται εύκολα πιστευτός.

Το βλέμμα του δεν εκπέμπει φως.

Δεν είναι προσωπικότητα λαξευμένη.

Λείπει η καλλιέργεια, το ήθος, το περιεχόμενο.

Και δυστυχώς οι άνθρωποι αυτοί δύσκολα διορθώνονται και αυτό μόνο αν αρχίσουν να αγαπούν.

Όλοι σ’ αυτή τη ζωή κρύβουμε μέσα μας, το μικρόβιο του ψυχολόγου.

Προσπαθούμε να εντρυφήσουμε στην ψυχοσύνθεση του άλλου, ν’ αντιληφθούμε τι κρύβεται πίσω από λέξεις και συμπεριφορές, ακόμη κι απ’ τη σιωπή.

Από μικρή ηλικία μπαίνουμε στο τζιπάκι της συμπαράστασης, τόσο σε φίλους και γνωστούς, όσο και σε άτομα της οικογένειάς μας.

Εκείνο, όμως, το φαινόμενο που μας κινεί πάντα το ενδιαφέρον ν’ αναζητήσουμε τα αληθινά αιτία της ύπαρξής του, είναι η υπερβολή.

Η υπερβολή συναισθημάτων, όπως της αγάπης, του θυμού, της άρνησης, του γέλιου, ακόμη και του αυτοσαρκασμού.

Θα έχετε ακούσει πως το δυνατό γέλιο σε μια παρέα ανήκει πάντα στο άτομο, που είναι το πιο ευαίσθητο και θέλει να τραβήξει υποσυνείδητα την προσοχή.

Οι υπερβολικές εκδηλώσεις αγάπης, πάντα μας βάζουν σε υποψίες, ειδικά όταν συμβαίνουν, χωρίς κάποιο ιδιαίτερο λόγο.

Ο θυμός είναι ένα αρνητικό συναίσθημα, που προκύπτει από συγκεκριμένη αιτία.

Αν ο άλλος δε μας έχει δώσει κάποιο δικαίωμα, ούτε έχει κάνει κάποια πράξη που να μας προκαλεί, αλλά θυμώνουμε έτσι και αλλιώς μαζί του, μας ενοχλεί η ύπαρξή του.

Μας εκνευρίζουν, αυτά που λέει. Τότε θα πρέπει ν’ αρχίσουμε ν’ αναρωτιόμαστε, μήπως τρέφουμε περισσότερα συναισθήματα, γι’ αυτόν τον άνθρωπο.

Μήπως αγγίζει περισσότερες χορδές, τις οποίες κι εμείς αγγίζουμε, γιατί έχουν την τάση να σπάνε εύκολα.

Η υπερβολή είναι ψέμα και το ψέμα δεν μας το εμπνέει ο Θεός της αλήθειας.

Η υπερβολή είναι παρεκτροπή από το θέλημα του Θεού.

Οποίος λέγει “λαλείτε αλήθειαν έκαστος μετά του πλησίον αυτού”.

Για όλους αυτούς τους λόγους, ας μην αφήνουμε την γλώσσα μας χωρίς χαλινάρι.

Είναι κρίμα και … είναι αδικία να παρουσιάζουμε τον φούρνο σαν κάστρο.

Το ψέμα ποτέ δεν είναι καλό. Ποτέ κανέναν δε ευεργετεί. Δεν φανερώνει αγάπη. Και τον άλλον τον κάνει κακό και αυτόν που το λέει, τον κάνει αφερέγγυο, στο περιβάλλον του.

Η αλήθεια μία, το ψέμα πολυσχιδές, με επιδόσεις σε πολλά επίπεδα.

Και κάτι που αξίζει να γνωρίζουμε, για να ελέγχουμε τη γλώσσα μας.

Πότε κανένα ψέμα, δεν εκφράζει το θέλημα του Θεού.

Πηγή : Μηνιαίο Χριστιανικό Περιοδικό “Αγία Λυδία”.

Με εκτίμηση

Δημήτριος Μητρόπουλος