Γράφει : Ο Δημήτριος Μητρόπουλος  Αντ/γος ε.α.

Επιτ. Υπαρχηγός. ΕΛ.ΑΣ. Πτυχ. Νομικής και Δημ. Δικαίου και Πολ. Επιστημών Νομικής Σχολής Αθηνών.

Συγγραφέας, Μέλος της Ένωσης Μεσσηνίων Συγγραφέων.

Όλοι γνωρίζουμε τον διάσημο πίνακα του Ευγένιου Ντελακρουά, που παρουσιάζει, με έντονα χρώματα, την αποτρόπαια σφαγή, που βίωσε ο ελληνισμός της Χίου τον Μάρτιο του 1822.

Πριν δούμε όμως τα γεγονότα, που προηγήθηκαν της σφαγής, ας αφήσουμε να μιλήσει ένας αυτόπτης μάρτυρας, που έζησε τη φρίκη, την απελπισία και τον φόβο εκείνων των ημερών.

Τα συναισθήματά του αυτά έγιναν διήγημα, μια ζωντανή μαρτυρία για όλους εμάς σήμερα.

Είχε ήδη παραδώσει το πνεύμα, επί του Σταύρου ο Ιησούς και η Χίος σταυρωνόταν καταματωμένη, νέα μάρτυς της Μεγάλης Ελληνικής Πατρίδας.

Η Ασία από την προηγούμενη μέρα είχε μεταφέρει στην ακτή της Χίου χιλιάδες Ασιατών δημίων, που διψούσαν για αίμα χριστιανικό.

Ήταν πάνοπλα αυτά τα αιμοβόρα τέρατα και αφού πυρπόλησαν και λεηλάτησαν την πόλη, ξεχύθηκαν στα χωριά και στις εξοχές κατά στίφη, σφάζοντας, ατιμάζοντας και αιχμαλωτίζοντας.

Και η καλύτερη φαντασία αδυνατεί να συλλάβει έστω και αμυδρά αυτήν την εικόνα της φρίκης, η οποία περικύκλωσε ξαφνικά τη σημαντική Χίο….

Το ανοιξιάτικο καταπράσινο χαλί των αγρών, των βουνών και των κοιλάδων του

νησιού, κατακοκκίνησε, αφού ραντίστηκε με το αίμα, πολλών αθώων γυναικών και παιδιών.

Ένας χρόνος είχε περάσει από τότε που κηρύχθηκε η επανάσταση και όλοι είχαν ξεσηκωθεί. Δεν άντεχαν πια τον τουρκικό ζυγό. Ζητούσαν την ελευθερία τους και αυτό ήταν το δίκαιο.

Αυτό όμως δεν ίσχυε και για το νησί της Χίου. Η έναρξη της Επανάστασης του 1821 βρήκε το πολυπληθές νησί να ευημερεί. 117.000 ήταν οι ‘Έλληνες, 3.000 οι Οθωμανοί και 100 μόνοι οι Εβραίοι. Δεν υπήρχε λόγος ξεσηκωμού. Ο αριθμός ήταν άνισος.

Επιπλέον, οι Χιώτες ήταν αυτοί που με το εμπόριό τους κυριαρχούσαν σε όλη τη Μεσόγειο, τη Μαύρη θάλασσα και το Αιγαίο.

Η εμπορική τους δύναμη, ο τεράστιος στόλος τους και η οικονομική τους ευμάρεια ώθησαν τον Σουλτάνο να τους παραχωρήσει πολλά προνόμια, που άγγιζαν σχεδόν το καθεστώς αυτονομίας.

Οι πρόκριτοι του νησιού λοιπόν, δεν είχαν κανένα λόγο να ξεσηκωθούν. Πρόβαλαν συνεχώς την άποψη ότι μια απόπειρα εξέγερσης ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία, καθώς το νησί βρισκόταν μόλις 2 μίλια, από τη μικρασιατική ενδοχώρα.

Όμως, ένα χρόνο αργότερα τα πράγματα κύλησαν εντελώς διαφορετικά. Στις αρχές Μαρτίου του 1822, ο Σάμιος Λυκούργος Λογοθέτης, με προτροπή του Χιώτη αγωνιστή Αντωνίου Μπουρνιά, γνωστού και ως Χατζηαντώνη, έφτασε στη Χίο.

Με δυναμικό 1500 ανδρών επιτέθηκαν στην Οθωμανική φρουρά.

Οι 3.000 Οθωμανοί του νησιού κλείστηκαν στο κάστρο της Χίου. Δυστυχώς η επιχείρηση των Ελλήνων δεν είχε αίσια έκβαση.

Η ελλιπής οργάνωση των αγωνιζόμενων και κάποιες εσωτερικές έριδες στάθηκαν ικανές να φέρουν την αποτυχία.

Τα νέα της εξέγερσης δεν άργησαν να φτάσουν στα αυτιά του Σουλτάνου. Αχάριστη χαρακτήρισε τη στάση των Ελλήνων του νησιού έναντι των προνομίων που τους είχε παραχωρήσει η Υψηλή Πύλη.

Αμέσως έδωσε το σύνθημα να αρχίσουν οι πρωτοφανείς ωμότητες, σε βάρος χιλιάδων αθώων.

Το πρώτο χτύπημα έρχεται στις 30 Μαρτίου του 1822 με κανονιοβολισμό της πρωτεύουσας του νησιού και των περιχώρων. Όλα έγιναν στάχτη. Και έπειτα ξεκίνησε η σφαγή.

Ο αριθμός των ανθρώπων που σφαγιάστηκαν προκαλεί τρόμο.

* Σφαγιάστηκαν οι περισσότεροι κάτοικοι της Χίου, εκτός των αγοριών ηλικίας μεταξύ 3 και 12 ετών και των γυναικών ηλικίας μεταξύ 3 – 40 ετών.

* Από τους 117.000 κατοίκους σφαγιάστηκαν, πάνω από 42.000.

* Όσοι γλύτωσαν τη σφαγή, αιχμαλωτίστηκαν και κατέληξαν στα χέρια των σκληρών δουλεμπόρων στα μεγάλα σκλαβοπάζαρα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Τα όσα έζησαν αυτοί που αιχμαλωτίστηκαν περιγράφει ως αυτόπτης μάρτυρας ο Χριστόφορος Πλάτωνος Καστάνης, που ήταν μόλις 8 ετών, όταν οι Οθωμανοί τον πούλησαν ως σκλάβο.

– Σώθηκα γιατί ήμουν παιδί ακόμα. Ξημέρωσε το φοβερό μεγάλο Σάββατο. Ξεκινήσαμε να περπατάμε ανάμεσα στα πτώματα προς το Κάστρο. Εκεί θα κρίνονταν η μοίρα μας…. όσους δεν αποκεφαλίστηκαν τους περίμενε η σκλαβιά.

Ο δικός μου αφέντης με άρπαξε, με έδεσε σε ένα σχοινί και με γύριζε στους δρόμους φωνάζοντας. Πόσο δίνετε, για’ αυτό το λιοντάρι;

Τότε είδε ένα φίλο του και τον παρακάλεσε να κάνει μια καλή προσφορά.

Ικανοποιήθηκε, πληρώθηκε και με παρέδωσε, στον τρίτο αφέντη μου. Ήταν ένας Τούρκος από τη Χίο, που έμενε στο Κάστρο.

Με αγόρασε 50 γρόσια. Εκείνο το Μ. Σάββατο του 1822, έγινα σκλάβος. Δεν με έλεγαν πια Χριστόφορο. Το όνομά μου, το όνομα του σκλάβου, θα ήταν από εδώ και μπρος Μουσταφά.

Για να καταλάβει κανείς τη σκληρότητα των κατακτητών, είναι αρκετό να αναφερθεί ότι ο Τούρκος τοποτηρητής του νησιού, μαζί με την αναφορά που έστειλε στην Κωνσταντινούπολη, για να πιστοποιήσει την ανακατάληψη του νησιού έστειλε 5 φορτία με κομμένα κεφάλια και 2 φορτία με κομμένα αυτιά.

Η τουρκική θηριωδία δεν άργησε να γίνει γνωστή σε ολόκληρη την Ευρώπη. Ξεσπά ένα τεράστιο κύμα φιλελληνισμού. Όσα αποτρόπαια συνέβησαν αποτυπώνονται πάνω σε καμβά, σε χαρτί, σε εφημερίδες και γίνονται γνωστά, σε όλους.

Ο Βίκτωρ Ουγκώ το 1822 εμπνευσμένος από τη σφαγή συνέθεσε το ποίημα με τίτλο “Το ελληνόπουλο”.

Τούρκοι διαβήκαν Χαλασμός, θάνατος πέρα ως πέρα. Η Χίο τ’ όμορφο νησί, μαύρη απομένει ξέρα.

Η σφαγή της Χίου αποτελεί έγκλημα κατά της ανθρωπότητας. Η διατήρηση της μνήμης είναι επιβεβλημένη. Αυτό οφείλουμε εμείς σήμερα, σε όσους έχυσαν το αίμα τους, στα χρόνια της σκλαβιάς.

Πηγή : Ιστορικές σελίδες – Ορθόδοξο Χριστιανικό περιοδικό “ΟΣΙΟΣ ΘΕΟΦΙΛΟΣ”.

Με εκτίμηση

Δημήτριος Μητρόπουλος