ΑΡΙΣΤΟΔΗΜΟΣ

Ο τραγικός βασιλιάς των Μεσσηνίων

Γράφει : Ο κ. Νικόλαος Κουτρουμπής  Ταξίαρχος ε.α.

Επίτιμος Πρόεδρος ΠΟΑΣΑ & Συγγραφέας

Όπως αναφέρει Ο περιηγητής Παυσανίας, οι Λακεδαιμόνιοι που κατοικούσαν την Λακωνική, ακόμη από την εποχή των Ηρακλειδών, όταν Βασιλιάς της Μεσσηνίας ήταν ο Κρεσφόντης, εποφθαλμιούσαν την πλούσια και εύφορη Μεσσηνία και επεδίωκαν την κατάκτησή της. Για να επιτύχουν το σκοπό τους αυτό, προσπαθούσαν να βρουν διάφορες  αφορμές για να κατηγορήσουν τους Μεσσηνίους και να τους επιτεθούν. Να ληφθεί δε υπόψη ότι, δεν επρόκειτο για διαφορετικές φυλές, αλλά για ομόφυλους και στενούς συγγενείς, οι οποίοι μόνο γεωγραφικώς χωρίζονταν. Η πρώτη διένεξη προήλθε, όταν ο Κρεσφόντης ανέλαβε την εξουσία στη Μεσσηνία. Τον κατηγόρησαν, τότε οι Λακεδαίμονες, ότι για να κερδίσει τη βασιλεία εξαπάτησε τους δύο γιους του πρεσβύτερου αδελφού του, οι οποίοι διεκδικούσαν από κοινού με τον Κρεσφόντη την εξουσία, λόγω κληρονομικού δικαιώματος. Φαίνεται ότι η κατάκτηση  της βασιλείας στη Μεσσηνία από τους γιούς του αδελφού του Κρεσφόντη, ευνοούσε τα συμφέροντα των Λακεδαιμονίων. Εδώ υπάρχει αρκετή ιστορία….

Η δεύτερη διένεξη προήλθε από τα αιματηρά, γεγονότα που δημιουργήθηκαν στη διάρκεια των εορταστικών  εκδηλώσεων, που οργάνωναν από κοινού Λακεδαιμόνιοι και Μεσσήνιοι, στη Βόλιμνο, κοντά στη σημερινή Αρτεμίσια πλησίον της Καλαμάτας, προς τιμήν της Λιμνιάτιδας Αρτέμιδος. Στη διάρκεια των εορτών, όπως ισχυρίζονται οι Λακεδαιμόνιοι, Μεσσήνιοι προσκυνητές, απήγαγαν και βίασαν τις Ιέρειες ( κοπέλες της Σπάρτης) που ελάμβαναν μέρος στις εκδηλώσεις και φόνευσαν το Βασιλιά των Λακεδαιμονίων Τήλεκλο.  Βεβαίως η εκδοχή που υποστηρίζουν οι Μεσσήνιοι, είναι διαφορετική και εκ διαμέτρου αντίθετη. Λένε δηλαδή ότι, οι Σπαρτιάτες είχα οργανώσει τα επεισόδια, με πρόθεση να δολοφονήσουν τους Μεσσηνίους επισήμους που συμμετείχαν στις γιορτές, πλην όμως οι Μεσσήνιοι αντελήφθησαν τη σκηνοθεσία και συνέλαβαν τους συνωμότες κατά δε τη συμπλοκή που ακολούθησε, φονεύθηκε ο Βασιλιάς Τήλεκλος. κ.λ.π.

Η Τρίτη περίπτωση που, αποτέλεσε και την κυρία αιτία της ενάρξεως των εχθροπραξιών, ήταν η περίπτωση του Μεσσηνίου Πολυχάρη και του Λακεδαίμονος Εύαιφνου, ο οποίος εξαπάτησε τον Πολυχάρη   και φόνευσε το γιό του.

Αυτά τα γεγονότα καίτοι απείχαν μεταξύ τους πολλά χρόνια, επικαλέστηκαν, στην προκειμένη περίπτωση, αθροιστικά, οι Λακεδαιμόνιοι ως αιτία για την έναρξη των εχθροπραξιών το 743 π.Χ. γεγονός που αποδεικνύει ότι υπήρχε μακροχρόνιο μίσος. Τότε Βασιλιάς της Σπάρτης ήταν ο Αλκαμένης, γιος του Τήλεκλου και στη Μεσσηνία συμβασίλευαν  ο Αντίοχος και ο Ανδροκλής.

Όπως και να έχει το πράγμα, μετά από πολλά  χρόνια αψιμαχιών και αλληλοκατηγοριών, το 743 π.Χ. οι Σπαρτιάτες με νυκτερινή επίθεση κατέλαβαν αιφνιδιαστικά την Άμφεια, της Μεσσηνίας, την οποία χρησιμοποίησαν ως ορμητήριο των επιθέσεών τους κατά των Μεσσηνίων. Από την Άμφεια  ξεκίνησε ο πρώτος Μεσσηνιακός πόλεμος, που  διήρκεσε 20 χρόνια και αποτέλεσε την απαρχή των Μεσσηνιακών Πολέμων που ακολούθησαν και που  εξελίχθηκαν  στους  πιο μακροχρόνιους  και τους πιο καταστροφικούς  πολέμους.

ΟΙ Μεσσήνιοι, αντέδρασαν, στην εχθρική κατάληψη του εδάφους τους και στις κατακτητικές προθέσεις των Λακεδαιμονίων, με αποτέλεσμα να συναφθεί  ένας ανελέητος και σκληρός πόλεμος, ο οποίος διεξήγετο όλη την ημέρα και μόνο όταν νύχτωνε υποχωρούσαν, οι αντίπαλοι, στα στρατόπεδά τους, για να αναπαυθούν.

Μετά από πολυήμερες συμπλοκές σώμα με σώμα με αμέτρητους νεκρούς και τραυματίες και από τις δύο πλευρές, οι Μεσσήνιοι ηττήθηκαν και για να διασωθούν υποχώρησαν και κλείσθηκαν στα οχυρά φρούρια της Ιθώμης, τα οποία ενίσχυσαν, ακόμη περισσότερο, για να εξασφαλίσουν αποτελεσματική άμυνα.

Επειδή ο καιρός περνούσε και οι πολιορκητές δεν έδειχναν διάθεση να αποχωρήσουν, οι Μεσσήνιοι αποφάσισαν να ζητήσουν τη συμβουλή του Μαντείου των Δελφών, περί του πρακτέου, ώστε να απαλλαγούν από την πολιορκία και την απειλή,  των Λακεδαιμονίων.

Να σημειωθεί ότι στους ιστορικούς αυτούς χρόνους και κυρίως από την εποχή του Ομήρου, οι Έλληνες πίστευαν ότι οι Θεοί καθόριζαν τη μοίρα των ανθρώπων και στους πολέμους νικούσε εκείνος που επετύγχανε την εύνοιά τους. Στο πλαίσιο αυτό της παντοδυναμίας των Θεών, λειτουργούσαν τα διάφορα Μαντεία, μέσω των οποίον εξεδήλωναν τη βούλησή τους και έδιναν συμβουλές σε όσους απευθύνονταν σ’ αυτά και ευδοκιμούσαν οι περίφημοι Μάντεις, οι γνώμη των οποίων τόσο για την ερμηνεία των χρησμών, όσο και για την πρόταση λύσεων σε διάφορα θέματα, ιδίως κοινού ενδιαφέροντος, ήταν βαρύνουσας σημασίας. Ακόμη και οι μαντατοφόροι, αυτοί που μετέφεραν τα ερωτήματα, στα Μαντεία και τους χρησμούς που ελάμβαναν, ήταν ιερά πρόσωπα και προστατεύονταν από τους Θεούς.

Το Μαντείο, λοιπόν, των Δελφών έδωσε στους μαντατοφόρους των Μεσσηνίων,  ένα πολύ σκληρό χρησμό, η εφαρμογή του οποίου ήταν προϋπόθεση, προκειμένου να απαλλαγούν από τους Λακεδαιμονίους.  Τους συμβούλευσε να θυσιάσουν στους υποχθόνιους Θεούς, μια παρθένα κοπέλα κλπ. Αυτό μετά από διάφορες διαδικασίες, που θα αναλύσουμε κατωτέρω, οδήγησε  τον Αριστόδημο στο να  θυσιάσει  την κόρη του.

Οι Σπαρτιάτες, μαθαίνοντας για την θυσία αυτή, κατελήφθησαν από φόβο και έμειναν για αρκετά χρόνια μακριά από την Ιθώμη.

Τελικά όμως ο πόλεμος επανελήφθη  και σε μία σημαντική μάχη στην οποία νίκησαν οι Μεσσήνιοι, σκοτώθηκε ο ηγέτης της Μεσσηνίας βασιλιάς Ευφάης. Μετά από το περιστατικό αυτό, ο Αριστόδημος, ο τραγικός αυτός πατέρας, έγινε ο νέος βασιλιάς της Μεσσηνίας. Ως Βασιλιάς έδειξε, ιδιαίτερα προσόντα και γενναιότητα και  οδήγησε το στρατό του σε πολλές νικηφόρες μάχες  εναντίον των Σπαρτιατών,  τους οποίους μάλιστα, ανάγκασε  να υποχωρήσουν πίσω στη Λακωνική.

Τελικά, όμως, οι Μεσσήνιοι, υποκύπτοντας στο πεπρωμένο τους, δεν κατόρθωσαν να απαλλαγούν οριστικά από την μόνιμη απειλή των Λακεδαιμονίων, οι οποίοι επανήλθαν και μετά από αλλεπάλληλες φάσεις του πολέμου, κατέλαβαν το οχυρό της Ιθώμης και κατέκτησαν τη Μεσσηνία, θέτοντας τέλος στο πρώτο Μεσσηνιακό πόλεμο. Οι Μεσσήνιοι αναγκάσθηκαν, είτε να καταφύγουν σε άλλες περιοχές, είτε να υποδουλωθούν και να γίνουν είλωτες των Σπαρτιατών.

Περίπου 40 χρόνια αργότερα, μια εξέγερση των Μεσσηνίων, οδήγησε στο Δεύτερο Μεσσηνιακό Πόλεμο.

Έχει ιδιαίτερη σημασία, για την κατανόηση των ηθών και εθίμων και την εκτίμηση του τρόπου σκέψεως των ανθρώπων, τόσο ως ατόμων όσο και ως κοινωνιών την εποχή εκείνη, η εξέταση της αφοσίωσης  που έδειχναν προς την έννοια της πατρίδας, το βαθμό αναπτύξεως των ηθικών και ψυχικών προσόντων,  την υποταγή τους στους ιερούς τους κανόνες και το αίσθημα της θυσίας. Όλα αυτά θα επιχειρήσουμε να αναδείξουμε μέσα από τους χρησμούς, που χρησιμοποιήθηκαν στη διάρκεια του πολέμου.

Η τραγικότητα του Αριστόδημου, τόσο ως ατόμου και πατέρα, όσο και ως βασιλιά των Μεσσηνίων, είναι δημιούργημα και συνέπεια της θελήσεως των Θεών, η οποία εκδηλώθηκε δια μέσου των Χρησμών.

 ΟΙ ΧΡΗΣΜΟΙ

Όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως, οι αρχαίοι Έλληνες, σε κάθε τους σοβαρή ενέργεια θεωρούσαν απαραίτητη την εύνοια των Θεών. Τη γνώμη των Θεών την εκμαίευαν δια των Μάντεων. Γι’ αυτό τα Μαντεία αλλά και οι ελεύθεροι Μάντεις, οι οποίοι συνήθως ευρίσκονταν σε κάθε πόλη, έπαιζαν πρωτεύοντα ρόλο, στη μεσολάβηση μεταξύ ανθρώπων και Θεών.

A) Η θυσία της παρθένας

Οι Μεσσήνιοι για να πληροφορηθούν την έκβαση του πολέμου, ρώτησαν το Μαντείο των Δελφών το οποίο απεφάνθη: « Θυσιάστε σε νυκτερινή θυσία στους υποχθόνιους θεούς, μία παρθένα κόρη, από το γένος των Αιπυτιδών, που θα την ορίσει κλήρος. Αν κάνετε λάθος τότε να θυσιάσετε από άλλη γενιά,  που με τη θέλησή της θα παραδώσει την κόρη στη σφαγή».

Μετά την ανακοίνωση  του χρησμού, οι Μεσσήνιοι  με οδύνη υπακούοντας στο χρησμό, έγραψαν κλήρους για όλες τις παρθένες που ανήκαν στο γένος των Αιπυτιδών. Ο κλήρος έπεσε στη μοναχοκόρη  του Λικίσκου. Όταν, όμως,  πληροφορήθηκε το αποτέλεσμα της κληρώσεως  ο Μάντης Επήβολος, παρενέβη και απαγόρεψε τη θυσία της κόρης, διότι, όπως απεκάλυψε, δεν ήταν γνήσια κόρη του Λυκίσκου, αλλά  υιοθετημένη. Προκλήθηκε  μεγάλη αναστάτωση από αυτή την αποκάλυψη, διότι θα έπρεπε τώρα οι γονείς των παρθένων, της φυλής των Αιπυτιδών, να υποστούν μια νέα δοκιμασία. ΄Εν τω μεταξύ, ενώ γίνονταν όλα αυτά,  ο Λυκίσκος πήρε την κόρη του και αυτομόλησε στη Σπάρτη.

Μετά από το γεγονός αυτό, οι Μεσσήνιοι έχασαν το ηθικό τους.  Στο κρίσιμο αυτό σημείο τη λύση έδωσε ο  Αριστόδημος, που ανήκε κι’ αυτός στο γένος των Αιπυτιδών. Ο Αριστόδημος, προς χάρη της σωτηρίας της πατρίδας, προσέφερε θεληματικά την κόρη του, προκειμένου να την θυσιάσουν στη θέση της κόρης του Λυκίσκου, για να τηρηθεί ο χρησμός και να σωθεί η πατρίδα.

Και πάλι όμως υπήρξε εμπλοκή. Ο Αριστόδημος, είχε αρραβωνιάσει την κόρη του με ένα νεαρό, ο οποίος, όταν έμαθε τα τεκταινόμενα, αντιτάχθηκε στην απόφαση του  Αριστόδημου, ισχυριζόμενος ότι από τη στιγμή που αρραβώνιασε την κόρη του, δεν είχε κανένα δικαίωμα επ’ αυτής. Τα δικαιώματα είχαν μεταβιβασθεί στον αρραβωνιαστικό. Επειδή τα λόγια του δεν έπειθαν, τους αρμοδίους, ο νεαρός αρραβωνιαστικός, αναγκάσθηκε να διαδώσει, ψευδώς, μια ξεδιάντροπη και προσβλητική για τον Αριστόδημο, πληροφορία. Ισχυρίσθηκε δηλαδή, ότι δήθεν αυτός είχε συνευρεθεί με την αρραβωνιαστικιά  του  και ότι αυτή έφερε στα σπλάχνα της το παιδί τους. Επομένως  δεν ήταν παρθένος, όπως απαιτούσε ο χρησμός.

Ο  Αριστόδημος ο οποίος αδημονούσε και πάσχιζε για τη σωτηρία της Μεσσήνης, εξοργισμένος από την ανίερη αφήγηση του νεαρού, φόνευσε την κόρη του και εν συνεχεία έσχισε την κοιλιά της, όπου διαπιστώθηκε ότι ο αρραβωνιαστικός έλεγε ψέματα. Με τον θάνατο της κόρης του Αριστόδημου, θεωρήθηκε ότι εκπληρώθηκε και ο χρησμός. Ο Μάντης Επήβολος, όμως που παρίστατο, γνωμάτευσε ότι,  επρόκειτο για φόνο και όχι για θυσία κατά την επιταγή του Μαντείου και επομένως έπρεπε να ξαναγίνει κλήρωση για να επιλεγεί άλλη παρθένος από το ίδιο γένος. Οι Μεσσήνιοι τότε εξαγριώθηκαν και επετέθησαν να σκοτώσουν τον αρραβωνιαστικό της κόρης, διότι θέλησε να κολλήσει στον Αριστόδημο μια ανύπαρκτη ατιμία και διότι, με τα καμώματά του, κατέστησε  αμφίβολη την ελπίδα να σωθούν. Ιδίως εξεγέρθηκαν οι ανήκοντες στο γένος των Αιπυτιδών, οι οποίοι, όπως ήταν φυσικό, ήθελαν πάση θυσία να αποφύγουν μια νέα δοκιμασία. Ξεσηκώθηκαν όλοι και κραύγαζαν  απαιτώντας να γίνει δεκτό, ότι ο Χρησμός είχε εκπληρωθεί με το θάνατο της κόρης του Αριστόδημου. Τη λύση έδωσε ο βασιλιάς  Ευφάης ο οποίος δήλωσε ότι, πράγματι, με το θάνατο της κόρης εκπληρώθηκε ο χρησμός.

Όπως ήταν φυσικό, οι Λακεδαιμόνιοι όταν έμαθαν την εκπλήρωση του χρησμού, έχασαν το θάρρος τους. Νικήθηκαν σε δύο σπουδαίες μάχες μία υπό τον Ευφάη, στην οποία όμως έχασε τη ζωή του ο ίδιος και μία υπό τον Αριστόδημο ο οποίος τον διαδέχθηκε.

B) Η αντίδραση των  Λακεδαιμονίων

Οι Λακεδαιμόνιοι, μετά από τις αλλεπάλληλες ήττες που είχαν υποστεί από τους Μεσσηνίους, αποφάσισαν να ζητήσουν κι’ αυτοί χρησμό από την Πυθία. Η Πυθία τους παρήγγειλε τα εξής; Ο Απόλλωνας σε συμβουλεύει να μην επιδιώκεις να πετύχεις το σκοπό του πολέμου μονάχα με το χέρι, αλλά όπως με την απάτη ο λαός αυτός πήρε τη Μεσσηνιακή Χώρα , με τα ίδια μέσα θα κυριευθεί αυτή, μ’ αυτά που και στην αρχή πάρθηκε». Έτσι οι  Λακεδαιμόνιοι άρχισαν να μηχανεύονται τεχνάσματα και τρόπους εξαπατήσεως των Μεσσηνίων. Όλες όμως οι προσπάθειές τους απέβησαν μάταιες.

 Γ) Νέος Χρησμός των Μεσσηνίων.

Ο Αριστόδημος αφού παρακολούθησε  τα τεχνάσματα των Λακεδαιμονίων,  ζήτησε πάλι χρησμό του Μαντείου. Το Μαντείο του απάντησε:  «Μακάρι να σου δώσει ο Θεός πολεμική δόξα. Αλλά να έχεις το νου σου μήπως ο δόλιος εχθρός από τη Σπάρτη, που παραφυλάει, κατορθώσει και επικρατήσει με την απάτη, γιατί στ’ αλήθεια ο Άρης τα ευκολομεταχείριστα όπλα τους και τους στεφανωμένους χορεύοντας τους, θα τα κάμει πικρούς οικιστές της χώρας σου, άμα βγουν τυχαίως από την κρυψώνα τους και τα δύο μαζί. Αυτό το τέλος όμως δεν θα το ιδεί η ιερή ημέρα, προτού ξαναγυρίσουν στην αρχική τους κατάσταση, όσα ξέφυγαν από τη φύση τους»

Ο χρησμός αυτός ήταν πραγματικός γρίφος και οι Μεσσήνιοι δεν μπορούσαν να τον εξηγήσουν και να βρουν άκρη, Εν τω μεταξύ ο πόλεμος είχε εισέλθει στο εικοστό έτος.

Μπροστά σ’ αυτή την κατάσταση, έστειλαν και πάλι να ρωτήσουν το Θεό για την έκβαση των πραγμάτων και την πιθανή νίκη. Η Πυθία και αυτή τη φορά, τους έδωκε τον παρακάτω χρησμό: Σε κείνους που θα στήσουν πρώτοι εκατό τρίποδες στο βωμό του Ιθωμάτα Δία, ο Θεός δίνει μαζί με τη δόξα του πολέμου και τη Μεσσηνιακή χώρα. Γιατί έτσι αποφάσισε ο Ζευς. Πρωτύτερα σε παρακίνησε η απάτη, η τιμωρία όμως έρχεται κατόπιν και δε θα μπορέσεις να εξαπατήσεις και το Θεό. Κάμε ότι λέει η μοίρα σου. Η καταστροφή θα πέσει σε άλλους προ άλλων».

Οι Μεσσήνιοι όταν πήραν το χρησμό, πίστεψαν ότι, κατ’ αρχήν αυτός ήταν ευνοϊκός γι’ αυτούς αφού αυτοί είχαν τον Ιθωμάτα Δία, μέσα στα τείχη τους και σ’ αυτούς ήταν ευκολότερο να αφιερώσουν τους 100 τρίποδες.

Το δεύτερο μέρος όμως του χρησμού, υπέκρυπτε πολλές ασάφειες.

Τα πράγματα όμως αντιστράφηκαν και από εύκολα έγιναν δύσκολα για τους Μεσσηνίους. Φαίνεται ότι κάποιος από τους Ιερείς του Μαντείου των Δελφών αποκάλυψε το χρησμό στους Λακεδαιμονίους ( παντού τα πάντα) έτσι ένας άσημος Σπαρτιάτης, εν σπουδή κατασκεύασε από πηλό 100 τρίποδες τους έβαλε μέσα σ’ ένα σακούλι και προσποιούμενος τον κυνηγό, μπήκε μέσα στην Ιθώμη και όταν νύχτωσε ανέβηκε στο βωμό του Δία και τοποθέτησε τους τρίποδες γύρω από το άγαλμα. Όταν το διαπίστωσαν οι Μεσσήνιοι τα χρειάσθηκαν. Τοποθέτησαν βέβαια κι’ εκείνοι τους δικούς τους ξύλινους τρίποδες, αλλά ήταν ήδη αργά. Τους είχαν προλάβει οι Λακεδαιμόνιοι.

Να σημειωθεί ότι την ίδια εποχή συνέβησαν και άλλα συνταρακτικά γεγονότα, τα οποία έδιναν, τα ίδια απάντηση στο δεύτερο μέρος του χρησμού και ήταν δυσοίωνα για τους Μεσσηνίους.

Ο Μάντης Οφιονεύς ο οποίος ήταν εκ γενετής τυφλός, μετά από ένα ισχυρό πονοκέφαλο, αιφνιδίως ανέβλεψε. Βρήκε το φως του. Μετά όμως από λίγο καιρό με τον ίδιο τρόπο, που είχε αναβλέψει, έχασε και πάλι το φως του. Ξανάγινε τυφλός. Έτσι δόθηκε η εξήγηση ότι όταν η Πυθία έλεγε ότι « Όταν οι δίδυμοι θα έβγαιναν από την κρυψώνα τους και θα γύριζαν πάλι στην αρχική τους κατάσταση» εννοούσε τα δύο μάτια του Οφιονέα.

Τα σημάδια της καταστροφής, συνεχίσθηκαν και ήλθαν το ένα μετά το άλλο.

-Το άγαλμα της Αρτέμιδος που ήταν χάλκινο και με χάλκινα όπλα, άφησε την ασπίδα του να πέσει.

-Τα κριάρια που είχε φέρει ο Αριστόδημος για να τα θυσιάσει στον Ιθωμάτα Δία, κτύπησαν  αυθόρμητα και δυνατά με τα κέρατά τους επάνω στο βωμό και σκοτώθηκαν. (Αυτοκτόνησαν)

-Τα σκυλιά της Μεσσήνης, μαζεύονταν, κάθε νύκτα στο ίδιο μέρος και ούρλιαζαν και τελικά έφευγαν, όλα μαζί, προς το στρατόπεδο των Λακεδαιμονίων.

Όλα αυτά τα περίεργα, τάραζαν τον Αριστόδημο.

Το χειρότερο εφιαλτικό σημάδι όμως, ήταν το  όνειρο που είδε  ο Αριστόδημου, με την κόρη του.

Είδε, λέει  στον ύπνο του ότι, ενώ ήταν έτοιμος με την πανοπλία του να φύγει για  τη μάχη και τα σπλάχνα των ιερών θυμάτων από τη θυσία που είχε κάνει βρίσκονταν ακόμη επάνω στο τραπέζι, παρουσιάσθηκε εμπρός του η κόρη του, η οποία του έδειχνε τα στήθη της και την κοιλιά της που ήταν σχισμένη. Εν συνεχεία βάδισε προς το μέρος του και όταν ήλθε κοντά του, πέταξε τα σπλάχνα που ήταν στο τραπέζι, του αφαίρεσε  την πανοπλία και του φόρεσε ένα  λευκό χιτώνα, ενώ στο κεφάλι του τοποθέτησε χρυσό στεφάνι. Δηλαδή τον έντυσε όπως έντυναν οι Μεσσήνιοι, τους νεκρούς επισήμους. Ενώ λοιπόν ο Αριστόδημος είχε χάσει το ηθικό του από τα άλλα σημάδια, με αυτό πίστεψε ότι είχε έλθει το τέλος της ζωής του.

Ύστερα από όλα αυτά, ο Αριστόδημος, περιήλθε σε πλήρη απελπισία. Διαισθανόμενος πλέον ότι, όσα έκαμε για τη σωτηρία της αγαπημένης του Μεσσήνης πήγαν χαμένα, δεν είχαν το ποθούμενο αποτέλεσμα και υπό το βάρος των τύψεων για την άδικη δολοφονία της αγαπημένης του κόρης, καταδικασμένος από τους Θεούς, οι οποίοι είχαν αποφασίσει για την τύχη της πατρίδας του, και μη μπορώντας να υποφέρει όσα έμελλε να συμβούν, στους συμπατριώτες του μετά την παράδοσή τους στους Λακεδαιμονίους,  με πλήρη επίγνωση των πράξεών του, μετέβη, με σταθερό βήμα και αποφασιστικότητα,  στον τάφο της κόρης του και  με το ξίφος του, έδωσε τέλος στη ζωή του.

Η Μεσσηνία μετά από 20 χρόνια αντίστασης, υπέκυψε στους Λακεδαιμονίους.