ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ
Γράφει : Ο Δημήτριος Μητρόπουλος Αντ/γος ε.α.
Επιτ. Υπαρχηγός. ΕΛ.ΑΣ. Πτυχ. Νομικής και Δημ. Δικαίου και Πολ. Επιστημών Νομικής Σχολής Αθηνών.
Συγγραφέας, Μέλος της Ένωσης Μεσσηνίων Συγγραφέων.
Εκεί που κορυφώνονται οι πιο δύσκολες ώρες, τρέχουν οι Άγιοι και σε βοηθούν.
Έτσι ξεκίνησε να περιγράφει ο κύριος Αλέκος. Μαθηματικός, προς τους μαθητές του, τις εμπειρίες του, από το προσκύνημά του, στο Άγιο Όρος. Και συνέχισε.
– Αυτό που σας λέω παιδιά, δεν είναι λόγια. Είναι εμπειρία. Το άκουσα. Το έζησα.
– Ήμουν μέσα στο κελάκι του Αγίου Παϊσίου. Κείνη τη στιγμή έφτανε απέξω μια ομάδα προσκυνητών από την Αθήνα.
Ήθελαν να προσκυνήσουν τον ‘Άγιο, μέσα στο απέριττο εκκλησάκι, που προσευχόταν όταν ζούσε.
Και ένα νέο παιδί ανάμεσα τους – γύρω στα είκοσι χρόνια – ήθελε να ακουμπήσει και ασπαστεί το ευλογημένο στασίδι που καθόταν ο Όσιος και το μάλλινο μαύρο πλεκτό, που κρεμόταν πίσω, για να ακουμπάει την πλάτη του και τον προφυλάσσει από την υγρασία.
Ήθελε να πει στον Όσιό του, τον σωτήρα του, ένα μεγάλο “ευχαριστώ”.
Σαν χθες τα θυμάται όλα.
Έτρεχε με ιλιγγιώδη ταχύτητα στη Λεωφόρο Βουλιαγμένης και ξαφνικά αισθάνθηκε ένα χέρι να ακουμπά την παλάμη του, και με δύναμη ισχυρή να του μειώνει την ταχύτητα, τόσο όσο χρειαζόταν, για να γλιτώσει τον θάνατο.
Γιατί εκείνη ακριβώς, τη στιγμή αστραπιαία τον προσπερνούσε ξυστά μια νταλίκα και μπόρεσε έτσι, να κυβερνήσει την μηχανή του και να σωθεί.
Ήταν βέβαιος. Τον είχε σώσει ο Άγιος. Αυτός ήταν. Τον είδε ολοζώντανο και φωτεινό δίπλα του, ακριβώς ίδιο, όπως τον ήξερε, από δημοσιευμένες φωτογραφίες.
Δεν είχε καμία αμφιβολία. Το χέρι που τον έσωσε ήταν το χέρι, της αγάπης του οσίου Παϊσίου.
Ζουν παιδιά οι Άγιοι. Δεν θα το πίστευα, αν δεν άκουγα με τα αυτιά μου, τη συγκλονιστική ιστορία αυτού του αγνώστου, σε μένα συνομηλίκου σας.
Την ώρα εκείνη δίπλα μου έστεκαν και οι δύο ταπεινοί μοναχοί ασκητές, που μένουν εκεί πιστοί μαθητές του Οσίου. Άκουγαν και αυτοί σιωπηλοί και στο τέλος μας είπαν :
Είναι τόσα πολλά, αμέτρητα είναι τα θαύματα του Οσίου.
Σταματήσαμε να τα καταγράψουμε, γιατί δεν προλαβαίνουμε. Το μόνο που κάνουμε δοξάζουμε και ευχαριστούμε τον Θεό, μαζί με τον κόσμο που έρχεται.
Συνέχεια στην περιοδεία μου… Κατηφόρησα σε άλλο ασκητήριο….
Εδώ ο π. Αρσένιος μας καλωσόρισε με ένα ουράνιο χαμόγελο, μας κέρασε… και μετά μόνος του αυθόρμητα μας είπε :
“Συνεχίζουμε την παράδοση του γέροντά μας, του Οσίου Παϊσίου. Εκείνος όρθιος προσευχόταν, τις ολονύχτιες ώρες.
Εκείνος ο αγράμματος και άγιος άνθρωπος ξενυχτούσε, μελετώντας κάθε βράδυ το ένα τρίτο του βιβλίου του ψαλτηρίου.
Και στο τέλος του κάθε ψαλμού, προσευχόταν για τους αναγκεμένους ανθρώπους της ζωής. Μεσ’ τη νύχτα.
– Για τις αγωνίες των παιδιών, στα διαγωνίσματά τους.
– Για τα παραστρατημένα παιδιά.
– Για τους ναρκομανείς και καρκινοπαθείς και τους αδικημένους.
– Για όλων των ανθρώπων της γης, τους καημούς και τους πόνους.”
και συνέχισε ο π. Αρσένιος :
“Εμείς εδώ είμαστε υποχρεωμένοι, να προσευχόμαστε. Κρατούμε τις νύχτες τις
αγωνίες του κόσμου. Δύο χιλιάδες μοναχοί στο Άγιο Όρος, κάθε νύχτα προσεύχονται θερμά. Για’ όλον τον κόσμο, για σας, τους μεγάλους και τους μικρούς…
Ο Άγιος Παΐσιος, ο αγιορείτης :
Η μνήμη του τιμάται κάθε χρόνο στις 12 Ιουλίου, ημέρα της κοίμησής του, το 1994.
Ιδιαίτερα δημοφιλής στις μέρες μας.
Οι θαυμαστές του όλο και πληθαίνουν και του πιστώνουν θαύματα και προφητείες, επί παντός επιστητού.
Το 2015 ανακηρύχτηκε Άγιος της ορθόδοξου εκκλησίας, από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως.
Ο Αρσένιος Εζνεπίδης, όπως ήταν το κοσμικό του όνομα, γεννήθηκε στα Φάρασα της Καππαδοκίας στις 25 Ιουλίου 1924.
Ο πατέρας του ονομαζόταν Πρόδρομος και ήταν Δήμαρχος των Φασάρων. Ενώ η μητέρα του ονομαζόταν, Ευλαμπία .
Είχε ακόμη 8 αδέλφια.
Στις 7 Αυγούστου 1924, βαφτίστηκε από τον ιερέα της ενορίας του Αρσένιο, τον οποίο η ορθόδοξη Εκκλησία αναγνώρισε, ως Άγιο το 1988.
Ο Αρσένιος επέμενε και του έδωσε το δικό του όνομα “για να αφήσει καλόγερο στο πόδι του”, όπως χαρακτηριστικά είχε πει.
Στις 14 Σεπτεμβρίου του 1924, η οικογένεια του Εζνεπίδη, μαζί με τα καραβάνια των προσφύγων έφτασε στον Πειραιά, όπου μεταφέρθηκε στην Ηγουμενίτσα και κατέληξε στην Κόνιτσα, όπου ο νεαρός Αρσένιος τελείωσε το δημοτικό σχολείο.
Μέχρι να κληθεί να υπηρετήσει τη θητεία του στο στρατό, ο Αρσένιος, έμαθε την τέχνη και δούλεψε ως ξυλουργός.
Το 1945 κατατάχτηκε στο στρατό και υπηρέτησε ως ασυρματιστής, κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου.
Απολύθηκε από το στρατό το 1949 και τον επόμενο χρόνο, εισήλθε στο ‘Άγιο όρος, για να μονάσει.
Εκεί γνώρισε τον πατέρα Κύριλλο της Μονής Κουλτουμουσίου και τον ακολούθησε πιστά. Λίγο αργότερα εντάχτηκε στη μόνη Εσφιγμένου και εντάχτηκε στη Μονή Φιλοθέου.
Το 1962 ο Παΐσιος πήγε στο όρος Σινά και Το 1964 επέστρεψε στο Άγιο Όρος.
Το 1966 ασθένησε σοβαρά και εισήχθη στο Νοσοκομείο Παπανικολάου Θεσσαλονίκης.
Υποβλήθηκε σε εγχείρηση και στο διάστημα της ανάρρωσής του, φιλοξενήθηκε στο ιερό ησυχαστήριο του Αγίου Ιωάννου του Ευαγγελιστή, στη Σουρωτή.
Επέστρεψε στο Άγιον Όρος μετά την ανάρρωση του και το 1968 βοήθησε σημαντικά στην ανακαίνιση της Μονής Σταυρονικήτα.
Το 1979 εντάχτηκε στην αδελφότητα της Μονής Κουλτουμουσίου και εγκαταστάθηκε στη σκηνή της Παραγούδας.
Το 1993 η κατάσταση της υγείας του επιδεινώθηκε. Το 1994 υποβλήθηκε σε εγχείρηση και οι γιατροί του ανακοίνωσαν, ότι τα περιθώρια της ζωής του, ήταν δύο με τρεις εβδομάδες.
Κοιμήθηκε στις 12 Ιουλίου 1994 και ενταφιάστηκε στο ιερό Ησυχαστήριο του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου, στη Σουρωτή Θεσσαλονίκης.
Πηγή : Βιογραφίες – θρησκεία.
Με εκτίμηση
Δημήτριος Μητρόπουλος