ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Γράφει : Ο Δημήτριος Μητρόπουλος Αντ/γος ε.α. Επιτ. Υπαρχηγός. ΕΛ.ΑΣ. Πτυχ. Νομικής και Δημ. Δικαίου και Πολ. Επιστημών Νομικής Σχολής Αθηνών. Συγγραφέας, Μέλος της Ένωσης Μεσσηνίων Συγγραφέων.
Εμείς οι πέτρες – μη μας βλέπετε έτσι – έχουμε πολλά να σας πούμε. Ξέρετε έχουμε αποθηκευμένη μέσα μας μεγάλη σοφία, καθώς αποτελούμε την πρώτη σύσταση και το τελευταίο, απομεινάρι της ζωής. Αμέτρητα είναι αυτά που μπορούμε να σας διηγηθούμε γιατί μένουμε απάνω στη γη από τότε που τη σχημάτισε ο Θεός, μέχρι – θα συνεχίσουμε να υπάρχουμε – και το τέλος τού κόσμου.
Ξέρετε ότι έχουμε στόμα και λαλιά :
Ο Χριστός το ‘πε πως, αν σιγήσουν οι άνθρωποι, εμείς οι πέτρες θα κράξουμε. Ναι, θα κράξουμε, για να σας μεταδώσουμε την σοφία μας. Την αλήθεια που μένει στους αιώνες αναλλοίωτη, όπως περίπου και εμείς.
Ψέμα δεν μπορούμε να βγάλουμε από το στόμα μας, γιατί το ψέμα είναι χίμαιρα, φενάκη, καπνός που φεύγει και χάνεται, ενώ εμείς μένουμε πάντοτε οι αυτές, οι ίδιες.
Τώρα λοιπόν δύο από εμάς, θα σας διηγηθούμε από μια ιστορία από αυτές, που βλέπουμε και ακούμε καθημερινά. Όπως ακριβώς έγιναν, θα σας τις πούμε. Και σίγουρα εσείς ακούστε με προσοχή. Γιατί έτσι σίγουρα θα γίνετε πιο σοφοί…
_______ _______ ________
– Θα ονόμαζα τον εαυτό μου ευτυχισμένο, που με έβαλε ο Πλάστης και Δημιουργός των απάντων να κοίτομαι εδώ, ανάμεσα γης και αφρού της θάλασσας, σ’ αυτή τη ζωγραφιά τη ζωγραφισμένη από λάβα και χώμα, που λέγεται Σαντορίνη. Ο ήλιος να με θωπεύει καθημερινά, με τις ακτίνες του, το κύμα να με δροσίζει με τον αέναο φλοίσβο του, Ο ουρανός να με αγκαλιάζει στο αχανές γλαύκο του… Βρίσκομαι εδώ να απολαμβάνω αυτή την ομορφιά, που είναι σήμα κατατεθέν για την Ελλάδα και γι’ αυτό προσελκύει κόσμο από όλα τα μέρη και πλάτη, της γης. Για να δουν και να θαυμάσουν.
Παλαιότερα ζωγραφιά ήταν και τα πρόσωπα των νησιωτών. Τώρα δεν ξέρω αν διατηρούν αλώβητη αυτή την ομορφιά. Βλέπεις, τόσος κόσμος καθημερινά άλλα ήθη, τρόποι συμπεριφορές.
Από την άλλη, κάτι παράξενα κάποιες φορές…
Σαν εκείνη την ημέρα. Προς το τέλος του καλοκαιριού. Εδώ βρισκόταν η παρέα με τα παιδιά και διασκέδαζαν Σαββατόβραδο στο παραλιακό κέντρο, μουσική έντονη, χορός, ποτό, μεθύσι. Έφτασε να ξημερώσει κι ακόμα ακούγονταν τα ξεφωνήματά τους. Μετά που το διέλυσαν, κάποια ομάδα αγόρια, κορίτσια, είπαν να περπατήσουν κατά μήκος της παραλίας.
Ήταν αλήθεια κάτι το λυπηρό. Άθλια κατάσταση, άθλια εμφάνιση, αστεία και πειράγματα πρόστυχα. Εκεί κάπου και μια πρόχειρη σκηνή στημένη στην άμμο κι απέξω της να κάθεται ένα μελαψό πρόσωπο με μια περισυλλογή επάνω του, λύπη θα το έλεγες. Είδε τα παιδιά και σηκώθηκε.
– Καλημέρα, χαιρέτησε σπαστή η προφορά του.
Γεια.
– Έχετε πολύ ωραία χώρα.
– Το ξέρουμε, πιο πολύ τα κορίτσια απάντησαν.
– Εδώ στην Ελλάδα, είναι το σπίτι του Θεού. Κι εσείς είστε στο σπίτι του Θεού. Δεν υπάρχει αλλού τέτοιος ήλιος, ομορφιά.
Κοντοστάθηκαν .
– Και να είστε ντυμένος έτσι, δεν ταιριάζει αυτό με το σπίτι του Θεού.
– Πως σε λένε ρώτησε μία.
– Αλή.
– Από που είσαι;
– Από το Κασμίρ.
– Μωαμεθανός
– Ναι.
– Και γιατί βρίσκεσαι εδώ;
– Ζητώ δουλειά, αλλά δεν βρίσκω.
– Καλά άντε γεια.
– Γεια.
Κι ο Μουσουλμάνος συνέχισε να είναι στη περισυλλογή του.
Κάτι παράξενα μερικές φορές… Όμως δεν το κρύβω, το θεωρώ τιμή μου που και εγώ κείτομαι εδώ, στην Ελληνική γη στο σπίτι του Θεού.
Βρίσκομαι εδώ, εδώ και 800 χρόνια και πριν με τοποθετήσουν εδώ στον εξωτερικό τοίχο του εξωκκλησίου αυτού, ακόμα πιο παλιά στα αρχαία χρόνια, κοσμούσα άλλον ναό των Ελληνικών σεβασμάτων. Μετά που ήρθε ο Χριστός και οι Έλληνες Τον ακολούθησαν, με πήραν από το χώμα, από το γκρέμισμα του αρχαίου ναού και με τοποθέτησαν στην Εκκλησία αυτή.
Κάτω από τον Αττικό ουρανό, στη βάση του Ιερού βράχου της Ακρόπολης με τον καθημερινό ασπασμό του ήλιου να με περιαυγάζει με δόξα, με την ευωδία του θυμιάματος να με μυρώνει συνεχώς, ένα έχω να καταθέσω : την αέναη ευσέβεια του λαού αυτού, που δεν παύει να τιμά τα σεβάσματά του, ανέκαθεν και έως τώρα.
Τόσες και τόσες οι τροπές της ιστορίας, μα οι Έλληνες δεν ξεχνούν τη Φύτρα τους. Τότε παλιά, ανεπίγνωστα τώρα εν επιγνώσει έχουν τον Θεό και τον προσκυνούν, στα ιερά εικονίσματα μέσα στις εκκλησίες.
Πόσα νέα παιδιά δεν περνούν καθημερινά από ετούτο εδώ το ναό, παιδιά της τύρφης, του κόσμου, ρουφηγμένα στους ρυθμούς της καθημερινότητας, κι όμως περνούν να ανάψουν το κερί
τους, να ξαποστάσουν, να σταθούν μπροστά στην εικόνα, να προσευχηθούν.
Σαν την κοπέλα σήμερα, αυτό το κορίτσι το σεμνό που το κοιτούσα καθώς πλησίαζε και τριγμό ευχαρίστησης άκουσα μέσα μου. Μπήκε ευλαβικά στην εκκλησιά και κάθισε απέναντι από την εικόνα της Παναγιάς. Τέλος ένα ευχαριστώ βγήκε από τα χείλη της και κάποιο δάκρυ κύλησε στη παρειά. Και κίνησε να βγει έξω.
Με το που βγήκε, ένα μελαψό παλικάρι καθόταν στο απέναντι πεζούλι. Σκυφτό. Κάτι φαίνεται, σκεφτόταν. Κοντοστάθηκε εκείνη και τον κοιτούσε επίμονα. Αποφάσισε τέλος και πήγε κοντά και ελαφρά του σκούντησε τον ώμο. Σήκωσε το κεφάλι του εκείνος.
– Συγνώμη μήπως είσαι ο Αλή;
– Ναι που με ξέρεις;
– Δεν το πιστεύω Αλή, θυμάσαι ποια είμαι εγώ;
– Όχι.
– Πριν δύο μήνες δεν ήσουν στη Σαντορίνη;
– Ναι.
– Εκεί στην παραλία, θυμάσαι Κυριακή πρωί ,που σε συναντήσαμε μια παρέα;
– Ναι, το θυμάμαι.
– Είμαι το κορίτσι που μιλήσαμε. Που μας είπες ότι εδώ στην Ελλάδα, είναι το σπίτι του Θεού.
– Εσύ είσαι;
Εγώ είμαι. Για κοίτα με τώρα. Φοράω σωστά ρούχα.
Έμεινε να την κοιτάζει.
– Μου άνοιξες τα μάτια, Αλή. Δεν μπορούσε να μου φύγει από το μυαλό, αυτό που μας είπες. Ντράπηκα. Σκέφτηκα εσύ Μουσουλμάνος και να μιλάς έτσι, κι εγώ Ελληνίδα, Χριστιανική και να ‘μαι τέτοια χάλια. Είπα, τέρμα αλλάζω. Και ναι! Σου αρέσω; Τώρα αληθινά είσαι στο σπίτι του Θεού.
Εμείς οι πέτρες έχουμε πολλές ιστορίες να διηγηθούμε. Έχουμε δει και ακούσει πολλά. Και – πως να το πω; – νιώθω ευτυχισμένη, που βρίσκομαι εδώ εντοιχισμένη, στο σπίτι του Θεού.
Πηγή : Ορθόδοξο Χριστιανικό Περιοδικό, Φοιτητών και επιστημόνων “Η Δράση μας”.
Ημ/νία γραφής : 12/3/2025
Με εκτίμηση
Δημήτριος Μητρόπουλος
