ΠΕΡΙΕΡΓΕΙΑ
Γράφει : Ο Δημήτριος Μητρόπουλος Αντ/γος ε.α. Επιτ. Υπαρχηγός. ΕΛ.ΑΣ. Πτυχ. Νομικής και Δημ. Δικαίου και Πολ. Επιστημών Νομικής Σχολής Αθηνών. Συγγραφέας, Μέλος της Ένωσης Μεσσηνίων Συγγραφέων.
Μια φάρσα.
Στο σπίτι της Λιλής, μένει η θεία Μελπομένη, η μεγάλη αδελφή του πατέρα. Όλα τα παιδιά την αγαπάνε σα μάνα τους, γιατί αυτή τα μεγάλωσε. Είχαν την δυστυχία να χάσουν τη μητέρα τους από τα παιδικά τους χρόνια. Την Λίλη μάλιστα την έχει βαφτίσει. Η Λιλή αγαπάει πολύ τη θεία Μελπομένη και τη φωνάζει νονά. Η λέξη “νονά” επεκράτησε και στα τέσσερα παιδιά, ακόμα και τώρα που μεγάλωσαν. Η νονά όμως έχει μια φοβερή αδυναμία, κι όσο γερνάει τόσο πιο’ μεγάλη γίνεται. Είναι πολύ περίεργη. Θέλει να ξέρει τα πάντα, ρωτάει τα πάντα εξαντλητικά κι είναι αδύνατον να ησυχάσει, αν δεν μάθει αυτό που ρωτάει.
Τα παιδιά συχνά, την παιδεύουν και την κάνουν γούστο, για την περιέργειά της.
– Μαρία ποια ήταν αυτή που σε χαιρέτησες;
– Μια φίλη.
– Δηλαδή, τι δουλειά κάνει αυτή; που μένει; τίνος είναι; Πήρε τις πληροφορίες δεν ικανοποιήθηκε όμως.
– Είναι πλούσιοι ή φτωχοί;
– Μέτριοι.
– Α, καλά.
– Παντελή, τι έχεις στη τσάντα σου; Ο Παντελής αρχίζει τα βάσανα της θείας.
– Κάτι που αγόρασα.
– Τι αγόρασες.
– Νονά μαγείρεψες για το μεσημέρι;
– Ναι αγόρι μου, Σου ‘κανα κάτι κεφτέδες! (και τα μάτια της δεν ξεκολλάνε από την τσάντα).
– Λοιπόν Παντελάκη τι έχει η τσάντα σου μέσα;
– Κάτι πραγματάκια που αγόρασα.
– Α καλά, έκανε η θεία με συγκαταβατική ευγένεια.
Κάθισε να φάνε στο τραπέζι. Ο Παντελής για να πειράξει τη θεία, έβαλε δήθεν αδιάφορα την τσάντα κοντά του. Μια μπουκιά έτρωγε η θεία, μια ματιά έριχνε στη τσάντα. Τι ν’ αγόρασε ο Παντελής; Την έτρωγε η περιέργεια. Σιγά σιγά της έκλεβε το κέφι.
– Αυτό που αγόρασες Παντελάκη είναι φαγώσιμο;
Ο Παντελής έκλεισε το μάτι στη Λιλή.
– Άντε χριστιανέ μου, μη την παιδεύεις τώρα… του ψιθύρισε η Λιλή. Εκείνος όμως πνίγοντας τα γέλια του έκανε πως δεν άκουγε. Σηκώθηκαν απ’ το τραπέζι. Έβαλε τα ροδάκινα που αγόρασε στο φανάρι, (χώρος εναπόθεσης τροφίμων) κι ύστερα πήρε πέντε άδεια κουτιά και τα έβαλε το ένα μέσα στο άλλο, τα δίπλωσε κι έβαλε το δέμα μέσα στη τσάντα.
Σε λίγο πήγαν όλοι να κοιμηθούν. Ο Παντελής στριφογύριζε, ώσπου έπλυνε η θεία τα πιάτα κι επήγε κι αυτή να κοιμηθεί. Ξάπλωσε. Γύριζε δεξιά, γύριζε αριστερά.
– Ζέστη κάνει. Ουφ! Είδες ο Παντελής μεγάλωσε, μεγάλωσαν τα παιδιά. Έκλεινε τα μάτια της. Τι να’χει η τσάντα του Παντελή; Γύριζε δεξιά. Να’χει μπισκότα; Γύριζε αριστερά. Τέλος δεν άντεξε. Σηκώθηκε στις μύτες και ξυπόλυτη με την τριανταφυλλιά νυχτικιά της και ξεμαλλιασμένη την μπαμπακιασμένη ουρίτσα των μαλλιών, ξεκίνησε για την τσάντα. Έβαλε μάνι – μάνι το χέρι της και έπιασε τα δέματα με τα κουτιά. Ανοίγει το πρώτο κουτί, το δεύτερο, το τρίτο, ως το … πέμπτο! Άδειο το τελευταίο κουτί. Κατάπιε έναν κόμπο.
– Παλιόπαιδο! Φάρσα πάλι μου ‘φτιαξες…
‘Έτρεμε από το κακό της, που δεν κατόρθωσε να μάθει τι είχε η τσάντα μέσα. Δεν ήθελε βέβαια να μάθουν τα παιδιά πως την έπαθε. Με νευρικές κι νήσεις προσπαθούσε να βάλει τα κουτιά όπως ήταν. Για κακή της όμως τύχη έπεσαν όλα με θόρυβο πάνω στο πάτωμα, κάνοντας όλα τα παιδιά να πεταχτούν τρομαγμένα να δουν τι τρέχει. Ο Παντελής από το κρεβάτι του ξεκαρδιζόταν. Οι άλλοι μόλις είδαν την θεία με κατακόκκινο πρόσωπο και μουρμουρώντας μπρος στην τσάντα, με χυμένα κουτιά στο πάτωμα έσκασαν στα γέλια. Η θεία όμως ήταν πολύ συγχυσμένη. Σηκώθηκε τότε ο Παντελής, της έπλυνε ένα ωραίο ροδάκινο και της το πήγε να φάει.
– Έλα, Νονά, σού ’φερα ένα ροδάκινο από αυτά που αγόρασα.
Η καρδιά της θείας ήρθε στη θέση της. Τα ξέχασε όλα.
– Είναι γλυκό, Παντελάκη;
– Θαύμα, Νονά! κι έκλεισε το μάτι στη Λιλή που το κοιτούσε.
Η θεία έχει και το μειονέκτημα, να μη βλέπει καλά. Πολλές φορές απ’ την πολυθρόνα της, βάζει πάνω από τα μάτια της την παλάμη, όπως βάζουν για να διώξουν το δυνατό φως του ήλιου και παρακολουθεί ποιος μπαίνει, ποιος βγαίνει.
– Ε ψιτ! ποια είσαι; Βλέπω, αλλά δεν βλέπω καλά.
– Εγώ είμαι, νονά!
– Α καλά.
– Και που πας;
– Στην Κουζίνα.
– Τι να κάνεις;
– Να πιω νερό.
– Τι κρατάς;
– Ένα δέμα.
– Τι έχει μέσα;
– Το παντελόνι του Δημήτρη. Το πάω στο καθαριστήριο.
– Α καλά!
Μόλις έφυγε η Λιλή, η θεία ευχαριστημένη συλλογίζεται : Ο Θεός να σκεπάζει αυτό το κορίτσι… είναι χαριτωμένο. Ποτέ δε βαριέται να σου μιλήσει. Η Μελπομένη είναι φοβερά περίεργη. Μήπως είναι και η πρώτη.
Γιατί οι άνθρωποι είναι τόσο περίεργοι;
Η περιέργεια είναι τόσο ριζωμένη, μας βοηθά να μάθουμε ως μωρά και να επιβιώνουμε σαν ενήλικες. Όσον αφορά τον ορισμό δεν υπάρχει ένας συγκεκριμένος. Οι ερευνητές σε πολλούς κλάδους ενδιαφέρονται για την περιέργεια, οπότε δεν αποτελεί έκπληξη, ότι υπάρχει ένας ευρέως αποδεκτός ορισμός του όρου.
Οι ψυχολόγοι συμφωνούν ότι η περιέργεια δεν αφορά την ικανοποίηση μιας άμεσης ανάγκης, ο πως η πείνα ή η δίψα, μάλλον είναι υποκινούμενη ενστικτωδώς.
Οι περίεργοι άνθρωποι χαρακτηρίζονται περίεργοι, επειδή στην πραγματικότητα, πολλοί θα ήθελαν να τους μιμηθούν. Περίεργοι χαρακτηρίζονται εκείνοι που ήθελαν, αυτό το πέρασμά τους στη ζωή να είναι το δικό τους, να είναι μοναδικό και μη μοιάζει με κανενός άλλου.
Είμαι ένας περίεργος άνθρωπος. Πιστεύω πως δεν ήρθα στη ζωή, για να ζήσω τη ζωή κανενός άλλου, μόνο τη δική μου. Θέλω να ζω τα δικά μου όνειρα και όχι τους ανεκπλήρωτους στόχους των άλλων.
Είμαι ένας περίεργος άνθρωπος, δεν ήθελα ποτέ να μοιάζω με τους πολλούς. Ήθελα να είμαι εγώ, να μην κάνω κάτι επειδή απλά “το κάνουν οι πολλοί”. Το πρέπει σα λέξη ξεθώριασε μέσα μου, η φωνή της καρδιάς ήταν πάντοτε πιο δυνατή, από το φόβο της κοινωνικής διαφοράς.
Πηγή : – Ιουλία Γκέλτη, βιβλ. Τρεμοσβύνει το φως.
– LIFO / Οι περίεργοι άνθρωποι, Μαρία Σκαρμπαδώνη.
Ημ/νία γραφής : 15/3/2025
Mε εκτίμηση
Δημήτριος Μητρόπουλος
