ΑΛΗΘΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ–ΠΑΡΕ ΤΗ ΣΚΥΤΑΛΗ
Γράφει : Ο Δημήτριος Μητρόπουλος Αντ/γος ε.α. Επιτ. Υπαρχηγός. ΕΛ.ΑΣ. Πτυχ. Νομικής και Δημ. Δικαίου και Πολ. Επιστημών Νομικής Σχολής Αθηνών. Συγγραφέας, Μέλος της Ένωσης Μεσσηνίων Συγγραφέων.
Με ανυπομονησία και χαρά περίμενε ο Κωσταντής να τελειώσει και φέτος το σχολικό έτος. Το καλοκαίρι ήταν η εποχή που του άρεσε πιο πολύ. Ήταν οι διακοπές που τον ξετρέλαναν, και μάλιστα διακοπές στο χωριό με τον παππού και τη γιαγιά. Τον πήγαιναν οι γονείς του, μόλις τελείωνε το σχολικό έτος, στο όμορφο χωριό της Ηπείρου πριν καν πάρουν την άδειά τους, κι εκείνος φρόνιμος και υπάκουος απολάμβανε την ξεκούραση του κοντά στον παππού και τη γιαγιά.
Όσο μεγάλωνε ο Κωνσταντής τόσο περισσότερο χαιρόταν το χωριό. Είχε αδυναμία στον παππού του αλλά, και ο παππούς στον εγγονό. Ήταν βλέπετε το πρώτο εγγόνι κι είχε το όνομα του.
Γι αυτό, όταν έφθασε ο μικρός στο χωριό αναζήτησε πρώτα τον παππού που βρισκόταν στην αποθήκη. Την είχε μετατρέψει σε εργαστήριο αγιογραφίας. Εκεί είχε το καβαλέτο, τα ξύλα, τα πινέλα και αγιογραφούσε αρκετές ώρες. Αυτή ήταν η ξεκούρασή του. Μετά τη συνταξιοδότησή του, όταν γύρισε πλέον οριστικά στο χωριό, μ’ αυτό ασχολήθηκε πιο πολύ. Αν και ήταν δημόσιος υπάλληλος, όλοι οι συγχωριανοί του αγιογράφο τον ήξεραν και τον ονόμαζαν. Πολλές από τις εικόνες του, στόλιζαν τα ξωκλήσια του χωριού. Χαρές λοιπόν που έκανε ο παππούς, σαν είδε τον εγγονό στη πόρτα του εργαστηρίου!
– Καλώς ήρθες, Κωσταντή! Πως μεγάλωσες παλικάρι μου; Το τελειώσαμε το σχολείο, πάει το Δημοτικό;
Βροχή οι ερωτήσεις του παππού. Τόσες που ο μικρός δεν μπόρεσε να τις απαντήσει όλες. Έπειτα τον πήρε ο παππούς για να πάνε στο σπίτι να χαιρετήσει και τη γιαγιά.
Οι ημέρες περνούσαν ευχάριστα, για τον μικρό Κωσταντή στο χωριό. Πολύ παιχνίδι, καλό φαγητό από τα χέρια της γιαγιάς και τα απογεύματα συνήθως στο εργαστήριο του παππού.
Του άρεσε ν’ ακούει πολλές ιστορίες για τα κατορθώματα του παππού, για τη ζωή του πατέρα του και άλλα, αστεία και σοβαρά. Είχε ο παππούς τον τρόπο του. Πως τα κατάφερνε; Αυτός 75 ετών και ο μικρός 12 και όμως επικοινωνούσαν τόσο όμορφα!
Ένα απόγευμα παρατήρησε ο μικρός ότι οι εικόνες που τελευταία έφτιαχνε ο παππούς ήταν πολλές και είχαν όλες το ίδιο σχήμα : μακρόστενες οι φιγούρες, φαινόταν μόνο το πρόσωπο, και το σώμα μέχρι τη μέση, χωρίς τα άκρα .
Αυτό ήταν το μοτίβο όλων των εικόνων. Τον παραξένεψε. Θυμόταν ότι ο παππούς έφτιαχνε παλιά και άλλες εικόνες με διάφορα μοτίβα. Γι αυτό δεν δίστασε να τον ρωτήσει:
– Παππού γιατί τόσες πολλές εικόνες; Και γιατί στο ίδιο στυλ, στο ίδιο μέγεθος όλες; Τη συζήτηση διέκοψε η φωνή της γιαγιάς, που τους καλούσε για φαγητό :
– Ελάτε, νύχτωσε. Θα κρυώσει το φαγητό.
– Πάμε Κωστάκη μου είπε ο παππούς, και θα σ’ τα’ εξηγήσω όλα στο τραπέζι.
Σε λίγο ακούστηκε η φωνή του μικρού Κωσταντή :
– Παππού έφαγα θέλω να μου πεις.
– Εσύ έφαγες βιαστικά, τώρα θα με περιμένεις, απάντησε χαμογελώντας ο παππούς, που απολάμβανε το φαγητό του αργά – αργά.
Όταν τελείωσε, εξήγησε με άνεση στον εγγονό : Με τον παππά του χωριού μας σκεφτήκαμε, τώρα τον Αύγουστο στο πανηγύρι της Παναγίας μας, να κάνουμε λαχειοφόρο αγορά, ώστε, με τα χρήματα που θα συγκεντρώσουμε, να τελειώσουμε την αγιογράφηση της Εκκλησίας μας. Ήταν και τ’ όνειρο του παλαιού μας παπα Φώτη, που αυτός σε βάφτισε και μας έφυγε πέρυσι από κορωνοϊό.
Ο νέος παπάς ζήτησε από τον καθένα μας να προσφέρει ό,τι μπορεί. Σκέφτηκα λοιπόν κι εγώ να κάνω μερικές εικόνες, αλλά σ’ αυτό το σχήμα ν’ ναι οι φιγούρες, το μακρόστενο που μοιάζει με σκυτάλη. Ξέρεις τι είναι η σκυταλοδρομία; Έχεις τρέξει ποτέ, Κωσταντή;
– Ναι παππού, πολλές φορές ο γυμναστής στο σχολείο μας δοκίμαζε.
– Θυμάσαι πως σ’ αυτό το άθλημα ο ένας δίνει τη σκυτάλη στον άλλο. Έτσι και οι εικόνες έχουν συμβολισμό : οι δικές μας γενιές στις νεώτερες δίνουμε τη σκυτάλη της πίστεως, της παραδόσεως να την κρατήσουν, μ’ αυτήν να ζήσουν, αυτοί να παραδώσουν με τη σειρά τους στις επόμενες γενιές. Τ’ άκουγε με προσοχή και τα κράτησε ο Κωσταντής στη σκέψη και την καρδιά του.
Ανήμερα τον Δεκαπενταύγουστο, μετά τη θεία λειτουργία, στην έκθεση έξω από τον ναό έδειχνε με καμάρι στους φίλους του τα έργα του παππού.
Τους εξηγούσε το σχήμα της σκυτάλης και το βαθύ νόημά της. Μέσα του πολύ θα ήθελε να κερδίσει μια εικόνα – σκυτάλη, μα δεν τα κατάφερε. Στενοχωριόταν, μα δεν το έδειχνε σε κανέναν. Μόνο ένας το είχε καταλάβει ο καλός του ο παππούς.
Όταν οι διακοπές τελείωσαν κι ετοιμάστηκαν να φύγουν οικογενειακώς, φόρτωσαν το αυτοκίνητο και επιβιβάστηκαν. Τότε ο παππούς άρχισε να καλεί επίμονα τον Κωσταντή. Βγήκε εκείνος από το αυτοκίνητο κι έτρεξε κοντά του.
– Κωσταντή, εγγονέ μου, πάρε τη δική σου σκυτάλη από τα χέρια του παππού σου, και του ‘δωσε την εικόνα με τον Άγιο Κωνσταντίνο. Να την κρατήσεις, να την τιμήσεις, να τη δώσεις και εσύ στα δικά σου παιδιά, στα εγγόνια σου, είπε και τα μάτια του βούρκωσαν από συγκίνηση.
Τον ευχαρίστησε ο μικρός με μια μεγάλη και θερμή αγκαλιά. Έπειτα έτρεξε, χώθηκε στο αυτοκίνητο, άνοιξε γρήγορα το παράθυρο και φώναξε δυνατά.
– Παππού, θα την κρατήσω τη σκυτάλη, όπως είπαμε, και χαιρετούσε νοσταλγικά, καθώς το αυτοκίνητο απομακρυνόταν.
– Οι παππούδες και οι γιαγιάδες παίζουν πολύτιμο ρόλο στη ζωή των παιδιών, προσφέροντας πρακτική βοήθεια και συναισθηματική στήριξη. Επιπλέον, έρευνες δείχνουν ότι τα παιδιά που έχουν καλή σχέση με τους παππούδες και τις γιαγιάδες τους, αντιμετωπίζουν λιγότερα συναισθηματικά και συμπεριφορικά προβλήματα.
Όποια συμπεριφορά δείχνει κανείς προς τους γέροντες γονείς του, την ίδια θα έχει, πιθανότατα και ο ίδιος από τα παιδιά του. Πρέπει, δηλαδή να συμπεριφερόμαστε με αγάπη, φροντίδα και κατανόηση στους ηλικιωμένους, γιατί αντιμετωπίζουν πολλά προβλήματα, έχουν πολλές ανάγκες και μας χρειάζονται. Έτσι μπορούμε να προσδοκούμε κι εμείς ανάλογη συμπεριφορά από τα παιδιά μας, όταν φθάσουμε σε μια προχωρημένη ηλικία.
Πηγή : – blogs .sch.gr
– Ορθόδοξο Χριστιανικό Περιοδικό “Ο Σωτήρ”
Ημ/νία γραφής : 9/2/2025
Με εκτίμηση
Δημήτριος Μητρόπουλος