Η ΚΑΤΑΘΛΙΨΗ
Γράφει : Ο Δημήτριος Μητρόπουλος Αντ/γος ε.α. Επιτ. Υπαρχηγός. ΕΛ.ΑΣ. Πτυχ. Νομικής και Δημ. Δικαίου και Πολ. Επιστημών Νομικής Σχολής Αθηνών. Συγγραφέας, Μέλος της Ένωσης Μεσσηνίων Συγγραφέων.
Η κατάθλιψη είναι η ψυχική νόσος του 21ου αιώνα. Πως διακρίνουμε την κατάθλιψη; Είναι η στεναχώρια προάγγελος της κατάθλιψης; Πόσο έχει αλλάξει η αντίληψή μας σχετικά με την κατάθλιψη;
Ήδη από τον προηγούμενο αιώνα, στις αρχές της δεκαετίας του 1990 ορισμένοι Αμερικανοί ψυχολόγοι αναφέρονται στην “εποχή της μελαγχολίας”, καθώς παρατηρούσαν την αύξηση περιστατικών κατάθλιψης παγκοσμίως, αλλά και την μείωση της ηλικίας, στην οποία εκδηλωνόταν η κατάθλιψη.
Και στη χώρα μας έχει παρατηρηθεί αύξηση των περιστατικών κατάθλιψης τα τελευταία χρόνια, ιδιαίτερα κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης και αργότερα του κορονοϊού.
Από το 2009 κι έπειτα, όλο και περισσότεροι πολίτες βιώνουν την απώλεια και την αποσταθεροποίηση της καθημερινότητάς τους από παράγοντες που βρίσκονται πέραν από τον έλεγχο τους. Το αποτέλεσμα είναι αθροιστικό, γιατί όλες αυτές οι κοινωνικές αντιξοότητες, μειώνουν την ανικανότητα του ανθρώπου, να αντέξει τις δυσκολίες και να βρει πόρους, που θα τον βοηθήσουν, να ανακάμψει.
Θα πρέπει όμως να έχουμε κατά νου ότι αυτή η αύξηση των ποσοστών της κατάθλιψης, ίσως οφείλεται και εν μέρει και στο ότι όλο και περισσότεροι άνθρωποι αναζητούν ψυχολογική υποστήριξη και βοήθεια, δηλαδή δηλώνουν ανοιχτά ότι υποφέρουν. Δεν στιγματίζει πια τόσο πολύ το να δηλώσει κάποιος, ότι έχει κατάθλιψη ή και ότι ακολουθεί κάποια φαρμακευτική αγωγή όσον στιγμάτιζε στο παρελθόν. Σε μερικές περιπτώσεις υπάρχει και μια υπερβολή της λέξης “κατάθλιψη”. Κάποιοι ονομάζουν, κατάθλιψη ακόμη και μια παρατεταμένη δυσφορία ή μια περίοδο θλίψης που προκύπτει από δυσάρεστα και αναπόφευκτα συμβάντα της ζωής, όπως είναι η απώλεια. Αλλά αυτό δεν είναι κατάθλιψη. Είναι μια φυσιολογική συναισθηματική αντίδραση που μπορεί να είναι δυσφορική, αλλά δεν είναι ασθένεια. Ίσως χρειαστούμε φυσιολογική υποστήριξη, για να μπορέσουμε να ανταπεξέλθουμε στην απώλεια, αλλά δεν είμαστε ψυχικά “άρρωστοι”, ούτε η στενοχώρια είναι προάγγελος κατάθλιψης. Η στενοχώρια είναι μέρος της ζωής μας, όσο και η χαρά.
Η κλινική μας κατάθλιψη, δηλαδή η κατάθλιψη ως ασθένεια και όχι μια δικαιολογημένη από συμβάντα περίοδο θλίψης, περιλαμβάνεται στο εγχειρίδιο ψυχικών διαταραχών, που περιέχει και τα κριτήρια βάσει του οποίου ανιχνεύεται. Για να διαγνωστεί σε κάποιον μείζων καταθλιπτική διαταραχή, θα πρέπει να εμφανίζονται ταυτόχρονα μια σειρά από συμπτώματα, τα οποία διαρκούν αρκετές εβδομάδες και επηρεάζουν την λειτουργικότητα του ανθρώπου στην καθημερινή του ζωή. Τα συμπτώματα αυτά περιλαμβάνουν αίσθημα κενού, παρατεταμένη έλλειψη ενδιαφερόντων ή ευχαρίστησης, θεαματικές μετατροπές βάρους, αϋπνία, δυσάρεστες σκέψεις, παραίτηση κ.α.
– Είναι σήμερα η κοινωνία πιο ανεκτική, ως προς την ψυχική νόσο; Πως μπορούμε να μιλήσουμε στα παιδιά μας, για ένα θέμα ψυχικής υγείας που αντιμετωπίζει ένα μέλος της στενής οικογένειας;
Η κοινωνία τείνει να αποδέχεται όλο και περισσότερο τις ιδιαιτερότητες των ανθρώπων, ανάμεσα στις οποίες είναι και η ψυχική ασθένεια. Σε αυτό έχει συμβάλλει και η προσπάθεια πολλών φορέων να αναδείξουν το ζήτημα και να ενημερώσουν. Κάποτε οι ψυχικά ασθενείς θεωρούνταν ότι είχαν καταληφθεί από κακά πνεύματα ή κλείνονταν και εγκαταλείπονταν στα άσυλα, διότι η συμπεριφορά τους τρόμαζε τους ανθρώπους.
Σήμερα ξέρουμε περισσότερα και μπορούμε να κατανοήσουμε τη συμπεριφορά των ψυχικά ασθενών, αλλά εξακολουθεί να μας ταράζει, διότι φαίνεται αλλόκοτη. Οπότε θα έλεγα ότι ναι, μιλάμε πιο ανοικτά για αυτά τα θέματα, ίσως δεν τα κρύβουμε πια’ με τον ίδιο τρόπο και με την ίδια ένταση και δεν στιγματιζόμαστε το ίδιο, αλλά το τραύμα στην οικογένεια είναι εκεί.
Όταν κάποιο μέλος της πάσχει, πάσχει και η ίδια η οικογένεια και χρειάζεται στήριξη. Αυτό, δηλαδή που απουσιάζει ακόμη, τουλάχιστον στη χώρα μας σίγουρα, η θεσμική πλαισίωση και στήριξη της οικογένειας που αντιμετωπίζει ψυχική νόσο. Το πως μιλάμε στα παιδιά είναι ένα άλλο θέμα, πολύ σημαντικό. Κατ’ αρχάς, να πούμε ότι στα παιδιά δεν μπορούμε να κρύψουμε την αλήθεια. Ακόμη και όταν δεν έχουν κατακτήσει όλα τα νοητικά εργαλεία, ώστε να μπορούν να καταλάβουν τι συμβαίνει, τα πληροφορούν οι αισθήσεις τους, ότι κάτι δεν πάει καλά.
Το να αρνηθούμε, λοιπόν, κάτι το οποίο έχουν δει με τα μάτια τους ή έχουν ακούσει με τα αυτιά τους, να τους πούμε, δηλαδή, ότι δεν έγινε ή ότι ήταν ένα κακό όνειρο, είναι σαν να τους λέμε ότι τα ίδια έχουν ψευδαισθήσεις και τα μαθαίνουμε να μην εμπιστεύονται τον ίδιο τους τον εαυτό.
Τους αρνούμαστε την εμπειρία τους και αυτό μπορεί να έχει πολύ μεγαλύτερες επιπτώσεις στην ψυχολογική τους ανάπτυξη. Άρα, πρέπει πάντοτε να εξηγούμε, με λόγια που καταλαβαίνουν ανάλογα με την ηλικία τους και δίνοντας πολύ μεγάλη προσοχή, στο πόσο αντέχουν να ακούσουν. Είναι καλύτερα να περιμένουμε το παιδί να μας διατυπώσει την απορία του και να του απαντήσουμε σε ένα πλαίσιο που το παιδί νοιώθει ασφαλές, να παρατηρήσουμε πως αντιδρά στη συζήτηση και να την απαλύνουμε όταν αντιληφθούμε, ότι όσα λέμε το αναστατώνουν υπερβολικά. Και είναι πολύ σημαντικό να το βεβαιώσουμε ό,τι, μολονότι ένα μέλος της οικογένειας φαίνεται να έχει “αλλόκοτη” ή απροσδιόριστη συμπεριφορά, τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας είναι εκεί , για να προσφέρουν συναισθηματική σταθερότητα και σιγουριά.
Επίσης να έχουμε κατά νου ότι για το ίδιο συμβάν, όχι μόνον για την ψυχική ασθένεια, αλλά π.χ. για ένα διαζύγιο ή ένα ατύχημα, στο οποίο υπήρξαν μάρτυρες, τα παιδιά θα ρωτήσουν πολλές φορές κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης τους να μάθουν τι ακριβώς έχει συμβεί.
Αυτό γίνεται επειδή, καθώς κατακτούν όλο και περισσότερα νοητικά εργαλεία, θέλουν να ξανακούσουν την ιστορία, για να την καταλάβουν καλύτερα. Δεν πρέπει να τα αποπαίρνουμε για αυτήν την επιμονή. Πρέπει πάντοτε να απαντάμε, δίνοντας τόσες εξηγήσεις και λεπτομέρειες, όσες παρατηρούμε ότι αντέχουν κάθε φορά. Όταν ένα παιδί ρωτάει είναι επειδή νιώθει επιτακτική την ανάγκη να καταλάβει και πρέπει πάντοτε να απαντάμε. Οι υπεκφυγές μας ή οι σιωπές μας το τρομάζουν, διότι αισθάνεται ότι ούτε και εμείς είμαστε αρκετά ανθεκτικοί, ώστε να μπορέσει να στηριχθεί επάνω μας.
Είναι πάρα πολύ σημαντικό να είμαστε ενημερωμένοι για ζητήματα ψυχικής διαταραχής και να καταλάβουμε ότι είναι πιο συχνή από όσο νομίζουμε και ότι μπορεί να αντιμετωπιστεί, εάν υπάρξει έγκαιρη διάγνωση, παρέμβαση και στήριξη όχι μόνον του ατόμου που υποφέρει, αλλά ολόκληρης της οικογένειας.
Ως προς την ηλικία που εμφανίζεται μια ψυχική νόσος, κάποιες στατιστικές δείχνουν ότι σε ορισμένες φάσεις του κύκλου της ζωής, υπάρχει μια αυξημένη πιθανότητα, που σχετίζεται με οργανικές μετατροπές, καθώς και με κοινωνικές προκλήσεις, αλλά αυτό δεν ισχύει πάντοτε.
Πηγή : Μπετίνα Νταβός, συγγραφέας του βιβλίου με τον τίτλο “Μην πεις τίποτα του Φώντα”, Περιοδικό, ΤΡΙΤΟ ΜΑΤΙ.
Με εκτίμηση
Δημήτριος Μητρόπουλος