Δ Ι Η Γ Η Μ Α
ΤΟ ΠΙΟ ΜΕΓΑΛΟ ΑΠΟ ΤΑ ΜΕΓΑΛΑ
Γράφει : Ο Δημήτριος Μητρόπουλος Αντ/γος ε.α. Επιτ. Υπαρχηγός. ΕΛ.ΑΣ. Πτυχ. Νομικής και Δημ. Δικαίου και Πολ. Επιστημών Νομικής Σχολής Αθηνών. Συγγραφέας, Μέλος της Ένωσης Μεσσηνίων Συγγραφέων.
Ο Μάρτης βρισκόταν στα τέλη του κι έφθανε ο Απρίλης του 1941 βιαστικός, για να στολίσει μ’ Ανοιξιάτικες ομορφιές την πατρίδα μας. Τ’ αγέρι κατέβαινε κρύο ακόμη, από τις βόρειες βουνοκορφές, κουβαλώντας σε πόλεις και χωριά τις πρώιμες μοσχοβολιές της γης.
Ο Δημήτρης, τραυματίας του μετώπου, που νοσηλευόταν στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης, κοίταξε από το παράθυρο του θαλάμου και η μάτια του στηλώθηκε στον ορίζοντα. “Όπου να ‘ναι τα παλληκάρια μας θα τους ρίξουν στη θάλασσα” μονολόγησε. Κι εννοούσε τους εισβολείς του Μουσολίνι που απρόσκλητοι πρόσβαλαν τα σύνορά μας.
Είχε δέκα μήνες (10) στο χακί υπηρετώντας τη θητεία του, κι απ’ αυτούς τέσσερις μήνες στο μέτωπο.
Ώ το μέτωπο!… Εκεί έζησε τις πιο δυνατές χαρές, τις πιο δυνατές συγκινήσεις, την πιο αληθινή συναδέλφωση. Μα τώρα το τραύμα του στη δεξιά ωμοπλάτη, τον κρατούσε μακριά από τους συμπολεμιστές του.
– Αχ, πότε θα γίνω καλά αναστέναξε. Φοβόταν, μήπως δεν προλάβει το πανηγύρι της τελευταίας μάχης, της τελικής νίκης. Κι η σκέψη του και η καρδιά του ξαναγύριζαν στα κακοτράχαλα βουνά της Πίνδου, όπου καθημερινά, ανάμεσα στις βροντές του πολέμου, αντηχούσαν και οι νικητήριες ιαχές των στρατιωτών μας.
Αλήθεια τι είναι η σκέψη!… Σαν φτερωτό άλογο τον γύριζε δίχως κόπο σε κορφές και διάσελα, εκεί όπου οι ανδρειωμένοι πάλευαν σε μαρμαρένια αλώνια με τον χάροντα.
Πόσες φορές κι αυτός πάλεψε μαζί του και πόσες άλλες φορές τον είδε να σβήνει την περισσή χάρη των παλικαριών μας, μέσα στο στροβίλισμα του θανάτου!
Κι ο νους του πέταξε στον Χρήστο, στον νεαρό δάσκαλο, που άφησε το σχολείο του και πιστός στο καθήκον προς την πατρίδα πάλευε τους τελευταίους μήνες δίπλα του, για την τιμή και τη δόξα της.
Τον είχε αγαπήσει βαθιά τούτον τον φίλο, που πάντα ήξερε να σφραγίζει την κουβέντα μ’ ένα λόγο σωστό.
– Δεν ξέρουμε αν την επόμενη στιγμή θα ζούμε, είπε μια μέρα ο Δημητρός. Τι είναι ο πόλεμος!…
– Η τιμή και η δόξα της Πατρίδος στοιχίζουν πάντα, μα αξίζει, απάντησε σοβαρά ο Χρήστος. Κι ο Δημήτρης συγκέρασε τώρα με την αγάπη τον θαυμασμό γι’ αυτόν που ήξερε ν’ απαλαίνει πάντα τα δύσκολα. Το απόγευμα της ίδιας μέρας ο Δημητρός τραυματίστηκε κι έφυγε με δίμηνη αναρρωτική άδεια και από τότε δεν είχε νέα του.
– Φύλαγέ τους όλους, Παναγία μου, ψιθύρισε και σκέπαζε ξεχωριστά και τον Χρήστο.
Και οι μέρες διάβαιναν…
6 Απριλίου 1941, και το νέο έπεσε σαν κανονιά στην ειρηνική ατμόσφαιρα του Νοσοκομείου: Μας χτύπησαν οι Γερμανοί…
Ο Δημητρός ταράχτηκε… Η σκέψη του πέταξε στους αγωνιστές του μετώπου, που νικηφόρα Αντιτάχτηκαν στην αυτοκρατορία των 45 εκατομμυρίων λαού. Και τώρα έρχονται οι σιδερόφρακτες στρατιές του Χίτλερ… Χριστέ μου, με ποιές δυνάμεις να πολεμήσουμε.
Το αποτέλεσμα ήταν αναπόφευκτο. Στις 9 Απριλίου οι Γερμανοί μπήκαν κατακτητές στη Θεσσαλονίκη μας.
Σαν τ’ άκουσε ο Δημητρός, ανασηκώθηκε ταραγμένος.
– Φεύγω, είπε στο Γιατρό. Δεν το μπορώ αλλιώς, για τα παλληκάρια που έπεσαν στο μέτωπο, για το αίμα που χύσαμε, πρόσθεσε, και αναλύθηκε σε λυγμούς.
– Μείνε, του είπε εκείνος λυπημένα. Θα σε πιάσουν και τότε θα πας άδικα. Ίσως είσαι ασφαλέστερος στο Νοσοκομείο. Μείνε!
Κι ο Δημητρός υπήκουσε. Έτσι μια βδομάδα αργότερα, βρέθηκε, μαζί με άλλους, κρατούμενος σ’ ένα Στρατώνα του Κιλκίς. Οι καρδιές όμως ήταν θλιμμένες με την απρόσμενη εξέλιξη.
Κάθε πρωί οι ικανοί για εξωτερικές εργασίες δούλευαν υπό φρούρηση σε κατασκευές ή αποκαταστάσεις έργων που εξυπηρετούσε τις δυνάμεις κατοχής. Κι ο Δημήτρης με κρεμασμένο το τραυματισμένο χέρι στο λαιμό, φρόντιζε την καθαριότητα των θαλάμων των Κρατουμένων.
Στο στρατόπεδο υπήρχε σχετική ελευθερία. Μόνο ένας στρατιώτης φρουρούσε στην μπροστινή κεντρική πύλη και γύρω γύρω υπήρχε ένας χαμηλός μανδρότοιχος. Στη σκέψη του Δημητρού, αυτό ήταν μια δελεαστική πρόκληση δραπέτευσης. Όταν το αποφάσισε το συζήτησε με τους συγκελιώτες του. Άκουσαν το σχέδιό του με περίσκεψη. Ήθελαν, αλλά φοβόταν.
– Αν είχαμε σκοτωθεί στον πόλεμο, χαλάλι για την Πατρίδα. Μα να γίνουμε μόνοι μας πεσκέσι για τους Γερμανούς, κι αυτό δεν το θέλουμε είπαν.
Ο Δημητρός σκέφτηκε, ξανασκέφτηκε και τελικά αποφάσισε. Μήπως και αν έμενε, ήξερε τι του μέλλεται; Λοιπόν ο Θεός βοηθός!
Έτσι, μια ασέληνη νύχτα, έσπασε με μια πετρούλα την λάμπα του προβολέα. Η πίσω αυλή βυθίστηκε στο σκοτάδι κι αυτός πήδηξε τον μανδρότοιχο. Το πρώτο βήμα είχε συντελεστεί. Έκανε ευλαβικά το σταυρό του και ασπάστηκε τη χάρτινη εικόνα της Παναγίας της Γλυκοφιλούσας. Ήταν χάρισμα της μητέρας του την ημέρα της στρατεύσεώς του, για να την έχει στην τσέπη του, και ζήτησε τη βοήθειά της στο τολμηρό εγχείρημά του.
Ευτυχώς που οι κατακτητές κατέβαιναν εσπευσμένα νοτιότερα, για να ολοκληρώσουν την κατάληψη της χώρας μας, αφήνοντας πίσω τους, λιγοστές δυνάμεις κατά τόπους. Αυτό εξυπηρετούσε το Δημητρό και του έδινε ελπίδες. Άλλωστε, το μέτωπο είχε διαλυθεί και πολλοί στρατιώτες βρισκόταν στο δρόμο, για τα σπίτια τους, ταλαιπωρημένοι και ταπεινωμένοι.
——– ——– ——–
Η πορεία του Δημητρού είχε τις περιπέτειές της βεβαίως. Αντιμετώπισε και τον κίνδυνο της συλλήψεως, και την κούραση, αλλά και την πείνα. Το θεωρούσε ντροπή να χτυπήσει κάποια πόρτα, και με την ψείρα που τον ενοχλούσε ανελέητα, δίσταζε να ζητήσει κάπου ανθρώπινο κατάλυμα να ξεκουραστεί. Ένοιωθε συχνά να καταρρέει και πάλι προχωρούσε.
Τέλος κάποιο μαγιάτικο σούρουπο έφθασε στη Βέροια. Χτύπησε την πρώτη πόρτα που βρέθηκε μπροστά του και στο άνοιγμα φάνηκε το ήρεμο πρόσωπο της νοικοκυράς.
– Τι θέλεις παλληκάρι μου, Έλα μέσα!
– Σας παρακαλώ, τραύλισε, μια γωνία στον αχυρώνα σας θέλω. Είμαι πολύ κουρασμένος.
– Έλα, έλα μέσα! Έχουμε σπίτι και θα σε βάλουμε στον αχυρώνα ;
– Ποιός είναι, Ελένη; ακούστηκε μια ανδρική φωνή. Φέρε τον ξένο μέσα! Τι τον κρατάς έξω.
Ο Δημητρός προχώρησε. Ένοιωσε να ζαλίζεται. Είχε τόσον καιρό να αισθανθεί την θαλπωρή του σπιτικού!
Μη διστάζεις, παιδί μου. Σαν να ’σαι σπίτι σου! Σε βλέπω χτυπημένον στρατιώτης είσαι, ρώτησε, και κοίταξε τον Δημητρό με εκείνη τη μοναδική γυναικεία διαίσθηση, που γλυκαίνει τον πόνο.
– Ήμουν στο μέτωπο, είπε εκείνος, και μ’ αυτό τα ‘λεγε όλα.
Εκείνη τη νύχτα, για πρώτη φορά ύστερα από τόσους μήνες ο Δημητρός κοιμήθηκε ήσυχα και ξεκούραστα. Μα συνηθισμένος στη ζωή του πολέμου, όπου κάθε κρότος μπορεί να ‘χει τη σημασία του, πολύ πρωί ξύπνησε από ένα απλό χτύπημα στην εξώπορτα.
– Έλα μέσα, έλα, έλεγε προτρεπτικά. Μπες μέσα να δούμε και ποιος είσαι, είπε χαμογελώντας του. Ο ξένος φαίνεται δίσταζε και αυτός. Ακούμπησε κουρασμένος στον παραστάτη και ψιθύρισε:
– Μάνα δεν με γνώρισες, μάνα;
Εσύ παιδί μου; (Πραγματικά ο Χρήστος ήταν αγνώριστος από την κακουχία του πολέμου, αλλά και την ταπείνωση της αδόξου επιστροφής).
Δημητρό, εσύ εδώ; φώναξε έκπληκτος ο νεοφερμένος και τον αγκάλιασε, ενώ από τα μάτια του έτρεχαν δάκρυα χαράς.
– Ο Δημητρός από εδώ, είπε ο Χρήστος γυρνώντας στους δικούς του, τραυματίστηκε στο μέτωπο όχι μόνο για την Πατρίδα, αλλά και για μένα. Σ’ αυτό το τραύμα οφείλω την σωτηρία μου εκείνη την ημέρα. Και του χρωστούμε ευγνωμοσύνη. Γιατί σαν αντιλήφτηκε τον φρατέλο που με σημάδευε, ρίχτηκε μπροστά για να με σώσει. Και θα με έπαιρνε ίσια στην καρδιά η σφαίρα. Το ευτύχημα είναι που αυτός την έφαγε στον ώμο.
– Θα το ‘κανα για τον καθένα είπε συνεσταλμένα ο Δημητρός.
Ο Χρήστος γύρισε κι είδε ένα γύρο τους δικούς του να σκουπίζουν και κείνοι τα δάκρυά τους. Ήταν δάκρυα για την έγνοια και τους ανεκπλήρωτους πόθους αυτών, των δύο νεανικών καρδιών, που ενώθηκαν αδελφικά στο μέτωπο πολεμώντας, για την τιμή και την δόξα της Πατρίδος, το ΠΙΟ ΜΕΓΑΛΟ ΑΠΟ ΤΑ ΜΕΓΑΛΑ.
Πηγή : Ορθόδοξο Χριστιανικό Περιοδικό “Αγία Λυδία”.
Ημ/νία γραφής : 14/2/2025
Με εκτίμηση
Δημήτρης Μητρόπουλος