Γράφει : Ο Δημήτριος Μητρόπουλος Αντ/γος ε.α. Επιτ. Υπαρχηγός. ΕΛ.ΑΣ. Πτυχ. Νομικής και Δημ. Δικαίου και Πολ. Επιστημών Νομικής Σχολής Αθηνών. Συγγραφέας, Μέλος της Ένωσης Μεσσηνίων Συγγραφέων.
Κατά διαταγή του Βασιλιά Όθωνα απονεμήθηκε στο νεκρό τιμές Αντιστρατήγου και το παράσημο των Μεγάλων Ταξιαρχών.
Στην κηδεία παραβρέθηκαν εκτός από τους συνοδικούς Μητροπολίτες, που χοροστάτησαν, οι υπασπιστές του Βασιλιά, Υπουργοί, Βουλευτές, Καθηγητές Πανεπιστημίου, ανώτεροι στρατιωτικοί, δικαστές και πλήθος κόσμου.
Μετά τη νεκρώσιμη ακολουθία ανέβηκε στον άμβωνα ο Μιχαήλ Σχινάς, για να εκφωνήσει τον επιτάφιο λόγο, στον μεγάλο νεκρό.
Ήταν πολύ συγκινημένος. Ένιωθε τον εαυτό του αδύναμο, όπως είπε, για το βαρύ αυτό έργο. Το επιχειρούσε όμως, υπακούοντας στην Ιερή κλήση της Εκκλησίας. Με ζωηρότητα σκιαγράφησε τη μεγάλη αυτή προσωπικότητα, “τον ιερέα και τον κήρυκα της Εκκλησίας, τον κλεινόν των Ελλήνων διδάσκαλον”, που τώρα τον προέπεμπε στην θριαμβευτική παράταξη των μεγάλων διδασκάλων του γένους.
Ένιωθε τον εαυτό του αδύνατο, όπως είπε, για το βαρύ αυτό έργο. Το επιχειρούσε όμως, υπακούοντας στην Ιερή κλήση της Εκκλησίας. Με ζωηρότητα σκιαγράφησε τη μεγάλη αυτή προσωπικότητα. “Τον ιερέα και τον κήρυκα της εκκλησίας, τον κλεινόν των Ελλήνων διδάσκαλον”, που τώρα τον προέπεμπε στην θριαμβέβουσα παράταξη των μεγάλων διδασκάλων του Γένους.
Από την εκκλησία της Αγίας Ειρήνης που έγινε η κηδεία, η νεκρική πομπή κατευθύνθηκε στην ιερή πηγή των ασωμάτων, όπου και τον έθαψαν.
Λίγα λεπτά πριν κατεβάσουν το σκήνωμα του ταπεινού λευίτη στην τελευταία κατοικία του, αποχαιρέτησε τον νεκρό ο δικηγόρος και δημοσιογράφος Ρηγόπουλος μ’ αυτά τα λόγια : “Δεν παρήλθεν ακόμη δεκαπενταετία από της ημέρας όπου αντήχησεν, υπό τους Ιερούς θόλους της Αγίας Ειρήνης μια φωνή μεγάλη και σοβαρά επί του νεκρού του Γέρου της Ελλάδος, του τελευταίου των κλεφτών, του αειμνήστου στρατηγού Θεοδώρου Κολοκοτρώνη. Η φωνή εκείνη, η οποία ακόμη αντιλαλεί εις τας ακοάς μας, ήτο η φωνή του μεγάλου ρήτορος της Ορθοδοξίας, του αειμνήστου Κωνσταντίνου Οικονόμου, τον οποίο κλαίει σήμερον άπασα η ελληνική ψυχή, από του Δουνάβεως μέχρι της άκρας του Μαλέα. Αλλ’ αν δεόντως εξυμνήθη υπό σου, ώ Μεγάλε Νεκρέ, ο Μέγας Στρατηγός του αγώνος μας, ποιός εξ ημών δύναται να εξυμνήση σε τον μέγα ρήτορα της Εκκλησίας μας, ώ Κωνσταντίνε οικονόμε….”
Στη συνέχεια του λόγου του ο Ρηγόπουλος θυμάται και τον Εθνικό μας ποιητή, τον Σολωμό, που προ ολίγων μόλις ημερών είχε κλείσει για πάντα τα μάτια και εξυμνεί και τους τρεις μαζί : Κολοκοτρώνη, Σολωμό, Οικονόμου.
Για τον Θεσσαλό Πρωτοπρεσβύτερο ομολογεί ότι υπήρξε “μέγας αθλητής της Ορθοδοξίας μας και της Πίστεως και συγχρόνως μέγας ρήτωρ της Εκκλησίας μας, ο οποίος ενώνει του Χρυσοστόμου την ευγλωτίαν με του Αθανασίου το φλογερό πνεύμα.
Ο χρόνος σβήνει τα ονόματα εκείνων που κάνουν θόρυβο στη ζωή. Των ταπεινών όμως σοφών τα ονόματα λάμπουν πιο πολύ, όσο ο χρόνος περνά.
Ένας τέτοιος υπήρξε και ο Κωνσταντίνος Οικονόμος εξ οικονόμων. Από μικρός αφοσιώθηκε στην Εκκλησία και στην επιστήμη. Η μεγάλη του αγάπη στα βιβλία και η βαθιά πνευματική του αυτοκαλλιέργεια τον ανέδειξαν άγιο και λόγιο.
Μόρφωση, γνώση, ρητορικό ταλέντο, συγγραφική δεινότητα, τα έδωσε όλα στην υπηρεσία του Χριστού και της Ελλάδος.
Όλα για τους άλλους, τίποτε για τον εαυτό του, ήταν το σύνθημα της ζωής του. Τα πάντα θυσία για την πατρίδα, ήταν το μήνυμα, που το έργο του βροντοφωνούσε παντού.
Και το μήνυμα αυτό ήρθε σε μια στιγμή, που η Ελλάδα περνούσε μια δύσκολη καμπή της ιστορίας της. Τότε που μερικοί πρόδιδαν τον αγώνα του 21, το αίμα που χάθηκε στο Σούλι, στο Μεσολόγγι, στην Τριπολιτσά, στη Χίο, στα ψαρά. Τότε ακριβώς ο Οικονόμος, που ένιωθε βαθιά το κακό, που έκαναν “Οι ψευτοδιανοούμενοι”, γκρεμίζοντας τα Ηθικά κάστρα
από τις ψυχές των Ελλήνων, στάθηκε βράχος ακλόνητος.
Αγωνίστηκε στην πρώτη γραμμή εναντίον του υλισμού, που διαλύει κοινωνίες και έθνη. Πολέμησε το ψέμα με την πέννα και τον λόγο. Βεβαίως ο αγωνιστικός του δρόμος δεν ήταν ανθόσπαρτος πέρασε από το Θαβώρ, γνώρισε όμως και το μονοπάτι του Γολγοθά, όπως όλοι οι πραγματικοί μεγάλοι. Γνώρισε τον κατατρεγμό, τη συκοφαντία, τον διωγμό. Δοκίμασε τις αλυσίδες και πέρασε μερόνυχτα στην υγρή φυλακή. Ποτέ όμως δεν γνώρισε την υποχώρηση. Ποτέ, ούτε στιγμή, δεν σταμάτησε τον αγώνα. Πάνω στις επάλξεις της μάχης έζησε και στις επάλξεις της ιερής σταυροφορίας πέθανε.
Γι’ αυτό η μνήμη του σοφού και ταπεινού κληρικού μένει πάντα ζωντανή στην Εκκλησία. Η ιστορία των νεότερων ελληνικών χρόνων τον αναγράφει ανάμεσα στους μεγάλους άνδρες. Η Θεολογική επιστήμη τον έχει, ανάμεσα στους σοφούς μυσταγωγούς της.
Τέτοιους ανθρώπους έχει πάντα ανάγκη η κοινωνία. Καινούργιοι σταυροφόροι του Χριστού πρέπει να παρουσιαστούν και σήμερα μέσα στις τάξεις της ελληνικής νεολαίας, που θ’ αγωνιστούν εναντίων όλων των δήθεν “έξυπνων”, που στάζουν μέσ’ στις καρδιές της απιστίας το δηλητήριο. Παλικάρια του Χριστού αποζητά η εποχή μας, που “πόθος και παλμός κι αγώνας τους θα ’ναι τ’ αύριο να κτίσουν καλύτερο από το χθες”.
Τα χριστιανικά νιάτα ας ακούνε πάντα τούτο το προσκλητήριο και ας δίνουν το παρών!
Πηγή : “Ζωή”. Ορθόδοξον Περιοδικόν Αδελφότητος Θεολόγων.
Με εκτίμηση
Δημήτριος Μητρόπουλος